United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και της ευχής ο αντίλαλος απ' το καλύβι μέσα Ως όξω εχύθη, ως τα μαντριά, 'ς τους οβορούςτες στρούγγες: — Να σου χιλιάσουν, τσέλλιγγα, να ζήσης μύρια χρόνια!

Τούτο το λάβωμ' έπιασε κ' εγνώρισεν η γραία, κ' ευθύς το πόδι απόλυσε, κ' έπεσ' εκείνο μέσατον λέβητα, κ' εβρόντησε το χάλκινον αγγείο, 'ς την άλλην έγυρε μεριά, και το νερόν εχύθη. 470 χαράν και θλίψιν μέσα της συνάμ' αισθάνθη εκείνη, τα μάτια δάκρυα γέμισαν κ' εκόπηκ' η φωνή της· και το πηγούνι του 'πιασε κ' είπε· «Γλυκό παιδί μου, είσ' ο Οδυσσέας άσφαλτα· κι' αχ! δεν σ' έχω γνωρίσει πριν ψηλαφήσ' ολόκληρον εγώ τον κύριόν μου». 475

Έρριψε τους βραχίονας επάνω μου, ωχρότης νεκρική εχύθη επί του προσώπου του. Έν αχ! εξήλθε του στόματός του και έπεσεν εις τας αγκάλας μου λιπόθυμος . . . Ο γέρων έπαυσε και επί τινας στιγμάς επεκράτησε σιωπή· το δραματικόν τέλος της διηγήσεως μας είχε ταράξη ότε κάποιος μας είχε είπε: — Τώρα τον επίλογον, να τελειώσωμεν.

Τότε, πού λοιπόν υπάρχει ευσπλαγχνίαΚαι από τα ουράνια τα 'μάτια της εχύθη τ' αγίασμα και έβρεξε τους αναστεναγμούς της. Κ' επήγε μέσα να κρυφθή μονάχη με την λύπην. ΚΕΝΤ Τ' άστρα εκείτους ουρανούς μορφώνουν την ψυχήν μας! Τ' άστρα! Ειδέ να γεννηθούν αδύνατον θα ήτο τόσον ανόμοια παιδιά απ' το αυτό ζευγάρι! Την είδες, της ομίλησες κατόπιν; ΙΠΠΟΤ. Δεν την είδα.

Τέλος διέταζε τους Λυδούς να θυσιάσωσιν εις τον θεόν ό,τι ηδύναντο να προσφέρωσι. Τελειωθείσης της θυσίας, εχύθη κατά διαταγήν του άπειρος ποσότης χρυσού εξ ου κατεσκευάσθησαν εκατόν δεκαεπτά ημιπλίνθια μιας παλάμης πάχους, τα μεν μεγαλείτερα έχοντα έξ παλαμών μήκος, τα δε βραχύτερα τριών.

Τοσούτον δε αιφνίδιον και απροσδόκητον ήτο το κίνημα αυτής, ώστε οι εκτός της θύρας, μόλις την παρετήρησαν ως οπτασίαν, διολισθήσασαν διά μέσου αυτών. Εν τούτοις είς των ανθρώπων τούτων έδραμεν ευθύς κατόπιν της όπως την συλλάβη, αλλ' η Αϊμά στραφείσα, εχύθη με βιαίαν ορμήν επ' αυτού, και κατήνεγκε κατά της κεφαλής αυτού ισχυρόν κτύπον με το βαρύ εργαλείον.

Ουχί πλέον η φρίκη του χυθέντος αίματος, αλλ' ο φόβος μη δεν εχύθη ικανόν βασανίζει τον Μάκβεθ και κλονίζει μέχρι φρενοβλαβείας τον εγκέφαλόν του. Απέχομεν ήδη πολύ των πρώτων της ψυχής αυτού σπαραγμών. Τότε ηύχετο και επεθύμει ν' αναστήση τον Δώγκαν ο κρότος της κρουομένης θύρας.

ΜΑΚΒΕΘ μόνος Αίμα πολύ εχύθη τους περασμένους τους καιρούς, προτού να ημερώσουν τον κόσμον νόμοι δίκαιοι, και από τότε πάλιν έγειναν φόνοι, που κανείς αν τους ακούση φρίττει! Ήτο καιρός που έφθανε να χύσης τα μυαλά του, κι' απέθνησκε ο άνθρωπος, — 'τελείοναν τα πάντα. Και τώρα, — ανασταίνονται κ' εβγαίνουν απ' τους τάφους κι' απ' τα σκαμνιά μας μάς σκουντούν!

ΧΟΡΟΣ Ώ, δεν υπάρχει, δεν υπάρχει τρόπος τον θάνατό μου πεια να τον γλυτώσω• γιατί του Βάκχου το κρασί εκείνο, όπου ηθέλησααυτόν να δώσω, εφανερώθη που είχε τη σταγόνα τη Φονική, που εχύθη απ' τη Γοργόνα. Αχ! είναι ολοφάνερο, πως τώρα του Άδη εμείς θα γίνουμε τροφή• η συφορά για μας, και στην κυρά μας μέσα στους βράχους η καταστροφή.

Δεν επρόφτασε ν' αγκαλιάση το παιδί του ο γέροντας κ' έξω αντήχησε φωνή τρανολάλητη, άγρια και κακή, λέγεις και το ξερονήσι κοσμοχαλαστής εχύθη κ' εκύκλωσε το παλάτι. — Εκδίκησι!... εκδίκησι!... διπλοτριπλώνει στα μεσούρανα η φωνή.