United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ δε σαγαπώ, εγώ, καρδιά τση καρδιάς μου, εγώ φως των αμματιώ μου; Εγώ που χάνομαι, που θα χαθώ για σένα; Αχ! να μπόρουνα να σανοίξω την καρδιά μου. Μα θα με καταλάβης;...Εγώ, Γιωργή μου, δε σαγαπώ, εγώ, εγώ; Το κεφάλι της έπεσ' έπειτα στον ώμο μου κάμποσα λεπτά. Η αναπνοή της ήτο βίαιη, σαν να κουράστηκε πολύ, κη καρδιά της κτυπούσε δυνατά.

Τούτο το λάβωμ' έπιασε κ' εγνώρισεν η γραία, κ' ευθύς το πόδι απόλυσε, κ' έπεσ' εκείνο μέσατον λέβητα, κ' εβρόντησε το χάλκινον αγγείο, 'ς την άλλην έγυρε μεριά, και το νερόν εχύθη. 470 χαράν και θλίψιν μέσα της συνάμ' αισθάνθη εκείνη, τα μάτια δάκρυα γέμισαν κ' εκόπηκ' η φωνή της· και το πηγούνι του 'πιασε κ' είπε· «Γλυκό παιδί μου, είσ' ο Οδυσσέας άσφαλτα· κι' αχ! δεν σ' έχω γνωρίσει πριν ψηλαφήσ' ολόκληρον εγώ τον κύριόν μου». 475

— Ο Θεός να μη σ' αξιώση, παιδάκι μου. Εγώ έπεσ' άρρωστη στο κρεββάτι, που το είδα, κ' επιάστηκε σαράντα μέραις η γλώσσα μου. — Και δε μου λες, θεια, υπέλαβεν ο ανεψιός της, ο Σταμάτης το Παπαδόπουλο, ένας άλλος μάγκας ομήλικος σχεδόν με τον Φάλκον, — πού τον ηύραν τον τόπο, για να χορέψουν; Απάνω εκεί, στον κρημνό, στην σάρρα, πώς δε γλυστρούσαν να πέσουν;

Κατέβηκε απ’ το κρεββάτι. . . έπεσ' απ’ το κρεββάτι. . . Καλέ! καλέ πέθανε καλέ !. . Αχ, Κύριε Νίκο ! δεν ακούτε; πέθανε Κύριε Νίκο ! Δεν τη βλέπετε Κύριε Νίκο ; Αχ, Θε μου! θε μου! τώρα τι να κάνουμε ; τώρα τι να κάνουμε; Έτσι ξεφώνιζε αλαλιάρα, φρενιασμένη απ’ την τρομάρα της που την είχε παγώσει όλην ως μέσα στην ψυχή της, η Λιόλια, σαν είδε τη Βεργινία πλαγιασμένη ξέπνοη μες του φεγγαριού το αργυρόγλαυκο ποτάμι. . κι αρχίνησε να κλαίη, να θρηνή. . . Ο Νίκος, ξεσυρμένος έτσι απότομα, σαν απ’ τα μαλλιά, μέσ' απ την ονειρεμένη του αγκαλιά, δεν κατάλαβε στην αρχή που βρισκόταν και τι του γινόταν.

Το πλοίο των Μεθυμνιωτών νέων, που τη λιγαριά του κάποτε την έφαγαν τα γίδια σου, ο άνεμος το τράβηξεν εκείνη την ημέρα μακριά από τη στεριά· μα τη νύχτα, άμα σηκώθηκε στη θάλασσα πελαγήσιος άνεμος, έπεσ' έξω στη στεριά απάνω στους ακριανούς βράχους· κι αυτό χάθηκε μαζί με πολλά πράματα που ήτανε μέσα· ένα πουγγί όμως με τρεις χιλιάδες δραχμές τόβγαλε το κύμα στην αμμουδιά και κείτεται σκεπασμένο με φύκια κοντά σ' ένα ψόφιο δελφίνι, που εξ αιτίας ποτέ δεν πήγε κοντά κανένας διαβάτης, φεύγοντας τη βρώμα του ψοφιμιού.

«Ω Νηληάδη Νέστορα, των Αχαιών ω δόξα, οπόθεν είμασθ' ερωτάς κ' εγώ θα σου το είπω• 80 απ' την Ιθάκη ερχόμασθε, 'που ισκιάζεται απ' το Νείον, κ' η χρεία τούτη, του κοινού δεν είναι, αλλά δική μου• κάπου ν' ακούσω αναζητώ την δόξα του πατρός μου, του στερεόκαρδου Οδυσσηά, που έναν καιρό μαζή σου λέγουν ότι μαχόμενος επόρθησε την Τροίαν, 85 και όλων των άλλων 'πώχουσι τους Τρώαις πολεμήσει όπου εκακοθανάτισε καθένας του, ακούμε• κείνου όμως και τον όλεθρον έκρυψεν ο Κρονίδης, ότι κανείς δεν δύναται να ειπή ρητώς πού εχάθη, είτετην γην έπεσ' αυτός απ' των εχθρών τα χέρια, 90 ή πήρε αυτόν ο αμέτρητος βυθός της Αμφιτρίτης. για τούτο τώρα σου 'πεσατα γόνατα, να μάθω πώς εκακοθανάτισεν εκείνος, αν τον είδες ο ίδιος, ή και αν άκουσες απ' άλλον, 'που τον είδε εις τους πολλούς, 'που του 'δωκε παραδαρμούς η μοίρα. 95 μηδ' από σέβας το μηδέν ή λύπη μου γλυκάνης, αλλ' ό,τ' είδες ή κ' έμαθες ειπέ μου ένα προς ένα. ναι σε ικετεύω, αν ο λαμπρός πατέρας μου Οδυσσέας λόγον ή πράξι εδέχθηκε κ' ετέλειωσε για σένα, 'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη, 100 τώρα να μου τα θυμηθής, κ' ειπέ μου την αλήθεια».