Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


ΚΡΕΩΝ Αυτήν μου δεν την άλλαξες τη γνώμη ακόμη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πόσος καιρός επέρασε αφ’ ότου ο Λάιος... ΚΡΕΩΝ Έκαμε τι; Δεν ξέρω τι ’ναι όπου ρωτάς με. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Εχάθη από θανάσιμην κρυφήν αιτία; ΚΡΕΩΝ Αμέτρητος καιρός έχει, θαρρώ, περάσει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και τότε μάντιν λέγανε τον Τειρεσία; ΚΡΕΩΝ Σοφόν και τότε. Κι όμοια τον ετιμούσαν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και τάχα μ’ εθυμήθηκεν ο μάντις τότε;

«Ω Νηληάδη Νέστορα, των Αχαιών ω δόξα, οπόθεν είμασθ' ερωτάς κ' εγώ θα σου το είπω• 80 απ' την Ιθάκη ερχόμασθε, 'που ισκιάζεται απ' το Νείον, κ' η χρεία τούτη, του κοινού δεν είναι, αλλά δική μου• κάπου ν' ακούσω αναζητώ την δόξα του πατρός μου, του στερεόκαρδου Οδυσσηά, που έναν καιρό μαζή σου λέγουν ότι μαχόμενος επόρθησε την Τροίαν, 85 και όλων των άλλων 'πώχουσι τους Τρώαις πολεμήσει όπου εκακοθανάτισε καθένας του, ακούμε• κείνου όμως και τον όλεθρον έκρυψεν ο Κρονίδης, ότι κανείς δεν δύναται να ειπή ρητώς πού εχάθη, είτετην γην έπεσ' αυτός απ' των εχθρών τα χέρια, 90 ή πήρε αυτόν ο αμέτρητος βυθός της Αμφιτρίτης. για τούτο τώρα σου 'πεσατα γόνατα, να μάθω πώς εκακοθανάτισεν εκείνος, αν τον είδες ο ίδιος, ή και αν άκουσες απ' άλλον, 'που τον είδε εις τους πολλούς, 'που του 'δωκε παραδαρμούς η μοίρα. 95 μηδ' από σέβας το μηδέν ή λύπη μου γλυκάνης, αλλ' ό,τ' είδες ή κ' έμαθες ειπέ μου ένα προς ένα. ναι σε ικετεύω, αν ο λαμπρός πατέρας μου Οδυσσέας λόγον ή πράξι εδέχθηκε κ' ετέλειωσε για σένα, 'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη, 100 τώρα να μου τα θυμηθής, κ' ειπέ μου την αλήθεια».

Την αυγή από βαθύν όρθρο, ως που να βγη ο ήλιος, λειτούργησεν η εκκλησιά, όπου μ' όλο το νυχτερό γλέντι παρευρέθηκαν ολόρθοι οι πανηγυριστάδες. Κι' όταν πρωτόρριχνε ο ήλιος τες αχτίδες του κατά την πεδιάδα από τα ψηλά κορφοβούνια του Πίνδου κ' η εκκλησιά απολειτούργησε, όλος ο κόσμος εκείνος ο αμέτρητος του πανηγυριού χύθηκε στες ράχες του βουνού απάνω, ανάμεσα στα χαλάσματα.

Με αυτό και μάνα, και πατέρας, και ο Τυβάλτης, και εγώ, και ο Ρωμαίος κι’ όλοι, όλοι μου φαίνονται νεκροί, και όλοι σκοτωμένοι! Εξωρισμένος! Θάνατος η λέξις είναι τούτη! ω! Θάνατος αμέτρητος κι’ οπού δεν έχει άκρην! λόγια δεν έχει τον καϋμόν αυτόν να τον εκφράζουν.... — Πού είναι ο πατέρας μου; η μάνα μου πού είναι; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Εις του Τυβάλτη τον νεκρόν μοιρολογούν και κλαίουν.

Εν τοσούτω η θαλάσσια ηχώ ήκουσε τον απαίσιον αστεϊσμόν του γέροντος ναύτου, και από κύμα εις κύμα τον μετεβίβασεν όχι εις την αντίπεραν ακρογιαλιάν, εκεί όπου απλώνονται φιλοπαίγμονα τα ήμερα γαλανά κύματα, αλλ' εις το κέντρον του πόντου, όπου ο βυθός ο αμέτρητος, η άβυσσος η τρομακτική, αλλ' εις την εσχατιάν του πελάγους, παρά τας ακτάς τας απορρώγας και τιτανείους, όπου δεν υπάρχει αγάπη και έλεος, αλλά μανία και φρίκη.

Την αυγή από βαθύν όρθρο, ως που να βγη ο ήλιος, λειτούργησεν η εκκλησιά, όπου μ' όλο το νυχτερινό γλέντι παρευρέθηκαν ολόρθοι οι πανηγυριστάδες. Κι όταν πρωτόρριχνε ο ήλιος τες αχτίδες του κατά την πεδιάδα από τα ψηλά κορφοβούνια του Πίνδου κ' η εκκλησιά απολειτούργησε, όλος ο κόσμος εκείνος ο αμέτρητος του πανηγυριού χύθηκε στες ράχες του βουνού απάνω, ανάμεσα στα χαλάσματα.

ΚΑΛΙΜΠ. Καλέ μου αφέντη, μη μου αφαιρέσης την εύνοιά σου· υπόφερε κομμάτι, επειδή όσα θα σε κάμω να κερδίσης είναι αρκετά να σβύσουν το βάσανο, που μας έτυχε. Λοιπόν μιλήτε σιγανά· ακόμα τα πάντα είναι ήσυχα, ωσάν τα μεσάνυκτα. ΤΡΙΝΚ. Άκουσα· μα να χάσουμε τα φλασκιά μας μέσα στη λίμνη! ΣΤΕΦΑΝ. Αυτή όχι μοναχά είναι μία μεγάλη συμφορά και ατιμία, τέρας, μα και αμέτρητος χαμός.

Βλέπω, βαθυά, μίαν σπίθα· Πλησιάζει· μεγαλόνεται· Ωσάν κύκλος αμέτρητος, Ως πέλαγος φλογώδες Εμπρός μου απλώθη· Ελεεινά ναυάγια Πλέουσιν αυτού. Μεγάλον Κορμί νεοσπαραγμένον Περνάει, και ως σώμα φαίνεται Μίας βασιλίσσης. Ω Ελλάς!... — ιδού χιλιάδες Παιδιών έτι εις τα σπάργανα Περνάουν, κ' εις κάθε στήθος Ένα μαχαίρι στέκεται Καταχωσμένον. Κοράσια, ιδού, μητέρες Περνάουν.

Τότ' είπε ο πολύγνωμοςεκείνην Οδυσσέας· «Αχ! ω γυνή, δεν φθάσαμετην άκρη των αγώνων όλων ακόμη· αμέτρητος οπίσω μόχθος μένει, πολύς, σκληρός, 'που ολόκληρον εγώ θα τελειώσω. 250 τούτο προείπε μου η ψυχή του μάντη Τειρεσία, 'ς του Άδη ότ' εκατέβηκα την κατοικιά, να μάθω το πώς με τους συντρόφους μου να φθάσωτην πατρίδα. αλλ' ακολούθα με, ω γυνή, 'ς την κλίνη, να χαρούμε ήδη τον ύπνον τον γλυκόν αντάμ' αναπαυμένοι». 255

Περμ. Για λόγου σου να τα λες αυτά, κι όχι για μένα πουΠιπ. Που τα γνώριζες μαθές όλα εσύ! Χαγιάτι της Δέσπως. Νύχτα. Η Δέσπω κάθεται στο μιντέρι και κλώθει. Πλάγι της πλέχνει η Αρετούλα. Ο Κωσταντής κάθεται κοντά σε παράθυρο και κοιτάζει κάποτες έξω. Δέσπω. Τι να είτανε μαθές αυτό τόνειρο! Ένα καράβι, θεόρατο καράβι, και μέσα κόσμος αμέτρητος, κι όλο το σπιτικό μας μαζί.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν