United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ όμως τα είπα εκεί παρά την πυράν και προηγουμένως ακόμη ενώπιον πολυαρίθμων ακροατών, εκ των οποίων πολλοί επειράζοντο, διότι εθαύμαζον την παραφροσύνην του γέροντος. Ήσαν δε καί τινες οι οποίοι εγέλων επίσης, αλλά παρ' ολίγον να κατασπαραχτώ υπό των Κυνικών φιλοσόφων, όπως ο Ακταίων υπό των σκύλλων ή ο ανεψιός αυτού ο Πενθεύς υπό των μαινάδων. Άκουσε τώρα πώς εξετελέσθη το όλον δράμα.

Το φέσι του τυφλού γέροντος και αι βράκαι του είχον χάσει το αρχικόν χρώμα των εκ της χρήσεως και της πολυκαιρίας, αι παρειαί του ήσαν προ ημερών αξύριστοι, εν συνόλω δε το παρουσιαστικόν του εφανέρωνεν ανέχειαν δικαιούσαν την επιμονήν της μαγειρίσσης, θελούσης να τον στείλη εις το Νοσοκομείον.

Βλέποντας ο βεζύρης τον βασιλέα, που δεν τον προστάζει κατά νόμον να θανατώση την Χαλιμάν, ευρίσκετο εις μίαν υπερβολικήν χαράν, ομοίως και η φαμελιά του, όλοι του παλατιού, και όλος ο λαός κοινώς έχαιρον και εθαύμαζον την μεταβολήν μη ηξεύροντες την αιτίαν. &Ιστορία του δευτέρου γέροντος και των δύο μαύρων σκύλλων&

Τότε είς των πέντε, ακούσας βήματα, εστράφη, και είδε την δευτέραν συνοδείαν, και την υπέδειξεν εις τους μετ' αυτού, ούτοι δε ετάχυνον το βήμα. Εισήλθον πρώτον, ο Λάμπρος και δύο των συν αυτώ, εις τον οικίσκον του Περμαχογιάννη, γέροντος χωρικού, έχοντος τρεις υιούς εκλογείς, οι δε λοιποί δύο της συνοδείας έμειναν εις το προαύλιον ως καραούλι.

Αυτά μας είπε κατά την ημέραν εκείνην ο αγαθός Γεροστάθης, επιθυμών να εμπνεύση εις τας ψυχάς ημών την χριστιανικήν και προπατορικήν συγχρόνως αρετήν της ελεημοσύνης. Ενθυμούμαι δε και τους ακολούθους στίχους του γέροντος περί των τριών χαρίτων της αρετής ταύτης.

Εις τας ημέρας του γέροντος προέδρου, ότε, εις τας δημοτικάς εκλογάς εψηφοφόρουν οι μάλλον φορολογούμενοι, ήρκει να λάβη τις είκοσιν ή είκοσι πέντε ψήφους νοικοκυραίων, διά να γείνη δήμαρχος· δεν εχρειάζετο, καθώς σήμερον, να ψηφίζωσιν όλοι οι παρακατινοί, όλοι οι ξωμερίταις, όλαις η τσομπανοφλοέρες.

Μη δυνηθείς όμως να μεταβή ο ίδιος, απέστειλεν άλλους και άλλους• επειδή δε οι αποστελλόμενοι ήσαν απλοϊκοί υπηρέται, ευκόλως εξηπατώντο και επανερχόμενοι διηγούντο όσα είδον και όσα δεν είδον και προσθέτοντες εις όσα ήκουσαν, διά να ευχαριστήσουν περισσότερον τον κύριόν των. Ούτω δε εξήπτον την φαντασίαν του αθλίου γέροντος και του διεσάλευον τας φρένας.

Τα μάτια του γέροντος έκαμαν γυαλιά να κυττάζουν το πέλαγος· νύκτας δε κατά σειράν πολλάκις εξημέρωνεν επί του εξώστου νήστις, άγρυπνος, αναμένων. Προς παν λευκόν ιστίον εξαιφνιάζετο, ως κοιμώμενος λαγωός, και προς πάσαν λέμβον, παραπλέουσαν υπό τον εξώστην, απέστελλε την ερώτησιν άνωθεν, παρακλητικώς: — Μην είδατε της σκούναις μου;

Πολύ φρόνιμα κάμνεις, τω είπεν ο Γεροστάθης· εις αυτόν τον κόσμον όστις δεν εργάζεται ή αποθνήσκει της πείνης, ή ζη ατίμως· ο δε άτιμος βίος είναι πολύ χειρότερος του θανάτου. Λαβών δε την άδειαν του γέροντος επήρεν ένα εκ των λεπτών κλώνων, και παρουσιάσας αυτόν εις ημάς ηρώτησεν αν δυνάμεθα να τον σπάσωμεν.

Του γέροντος ο οποίος έμενεν εκεί ακόμη όρθιος με το καρυοφύλλι εις χείρας, την κεφαλήν κατωνεύουσαν, τεταπεινωμένος, συντετριμμένος και άλαλος. — Να, εδώ ένε! εφώναξε τις αίφνης, σπεύδων εις λόχμην καπνιζούσης χαμορίγανης. Και τω όντι ήτο εκεί η σφαίρα του καρυοφυλλίου, θερμή ακόμη, πεπλατυσμένη και παρέκει το χάρτινο πώμασμα ανέπεμπεν ολίγον κυανόφαιον καπνόν.