United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενθυμούμαι ότι ο μπάρμπα-Κώστας ο Ολλαντέζος έκοπτε κ' εμοίραζε καθ' εκάστην εις τα παιδία της γειτονίας, να μη φωνάζουν εις τα τρελλά παιγνίδια των εν τη μικρά του ναού πλατεία και διακόπτουσι τον εσπερινόν του γέροντος παπά Οικονόμου.

Οι λόγοι αυτοί, αντί να καταπαύσωσιν, ηύξησαν έτι μάλλον τα δάκρυα και τους οδυρμούς ημών, και καταφιλούντες τας θερμάς χείρας του γέροντος, κατεβρέχομεν αυτάς με τα θερμότερα δάκρυά μας.

Και τότε νέα ανυπομονησία με κατέλαβεν: — ο θόρυβος αυτός, αν τον ήκουε κανείς γείτονας! Η ώρα του γέροντος ήχησε. Με ένα μεγάλο ούρλιασμα απεκάλυψα το φαναράκι και επήδηοα εις το δωμάτιον. Δεν έβγαλε παρά μίαν κραυγήν, παρά μίαν μόνην. Σε μια στιγμή τον έρριψα κάτω, τον εθρυμμάτισα ρίψας επάνω του όλον το βάρος της κλίνης. Τότε εγέλασα εύθυμα, βλέποντας ότι ήρχισε το έργον.

Το επροχώρουν αργά, πολύ αργά, διά να μη ταράξω τον ύπνον του γέροντος. Έπρεπε να παρέλθη τουλάχιστον μία όλη ώρα έως να χώσω το κεφάλι μου μέσα εις την οπήν, αρκετά μακράν διά να τον ίδω αναπαυόμενον επάνω εις το κρεββάτι του.

Τόση δε είναι η δύναμις της λογικής και η δεξιότης του αρχισυζητητού αυτού γέροντος των αρχαίων Αθηνών, ώστε εξαναγκάζεται ο αλαζών μάντις πέντε φοράς ν' αλλάξη τον περί της ευσεβείας ορισμόν του.

Ενωρίς θα κοιμηθούν, διότι ενωρίςόρθρου βαθέοςθα μεταβώσιν εις τον ναόν, να εκκλησιασθώσι, να εορτάσουν να κοινωνήσουν. Την νύκτα, με το φαναράκι, ετραγούδησα τα Χριστούγεννα εις του πάππου μου του γέροντος, του ασπρογένη του Παπαλέξανδρου. Μου έδωσε δύο εικοπιπενταράκια. — Δεν είχε, μάννα, κανένα σφάντζικο; Παρεπονέθην έπειτα. — Του τα πήρε ο γάτος, παιδί μου! Μου απήντησε.

Την νύκτα εκείνην, ως βαρύς λίθος, ο Μιστόκλης εκύλισε τωόντι κάτω, προς την υπώρειαν, αποδιωχθείς αγρίως υπό του Γέροντος, αυτός δε καμμίαν όρεξιν δεν είχε πλέον να γείνη Σίσυφος και ν' αναβιβάση πάλιν τον εαυτόν του επάνω.

Δεν επερίμενα ότι η καρδία του ψυχρού εκείνου γέροντος περιέκλειεν όσην ευαισθησίαν τότε μου επέδειξε. Με ηρώτησε τι εγείναμεν, πώς εσώθημεν, και διηγήθην τα καθέκαστα της φυγής και του πλάνητος βίου μας, του πατρός μου τον θάνατον και την εις Τήνον διαμονήν της χήρας μητρός και των αδελφών μου. Με ηρώτησε διά τι επανήλθα, και εξεμυστηρεύθην τον σκοπόν μου.

Τότε είς των ναυτικών, γνωρίζων από τέτοιαπόσαις φοραίς εις την Μαύρην θάλασσαν ξεπαγιάζουν οι ταλαίπωροιείχε παραλάβει μεθ' εαυτού φιαλίδιον ρωμίου και ήρχισε να προστρίβη τα μέλη του γέροντος, ξεκομβώσας τα χονδρά φορέματά του και εξαγαγών τα υποδήματά του. — Ο Θεός σ' εφώτισε παιδί μ'!

Ο ναΐσκος ήτο ιδιόκτητος· πράγμα σπάνιον εις τον τόπον, λείψανον παλαιού θεσμού· ήτον κτήμα αυτού του γέροντος Φραγκούλα.