United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενεδύθην, ητοιμάσθην, και ανέμενα. Και ήμουν όλος χαρά, αναλογιζόμενος την ιεράν, την θείαν, την ανεκλάλητον απόλαυσιν: «Όρθρου βαθέος. Οι πολυέλαιοι κατάφωτοι. — Το φως αναδίδει ιδιαιτέραν λάμψιν καιόμενον την νύκτα. Ο ναός απαστράπτων.

Και το ρεύμα της Παναγίας Δομάν δεν κατεφέρετο πλέον ως πριν μετά βαθέος παφλασμού εις την βραχώδη κοιλάδα, αλλ' άμα τη ανατολή της ημέρας το νερόν έρρεε μορμυρίζον μαλακώς κυλιόμενον επάνω εις τα βρύα και εις τα αγριοσέλινα, διότι εξύπνησαν της ημέρας οι πολλοί και προσφιλείς κρότοι.

Αλλά, παρατηρεί ο Έγελος, «καίτοι η σύνδεσις φαίνεται γινομένη άνευ μεθόδου, καίτοι αυτός ο Πλάτων πολλάκις απολογείται διά ταύτα, το όλον διαιρείται αναγκαίως, και ένεκα βαθέος εσωτερικού λόγου είναι αναγκαία η επάνοδος εις τα πρώτα και τας αρχάς

Κ' εις τον Άι-Γιάννην τον &Μυρωδίτην&, όπου τα τελευταία αηδόνια εκαλούσαν εις διαδοχήν τα κοσσύφια ανά το ..... .................................. από το ύψος των................... έως τον γιαλόν.... .........................., και το κελαρύζον νερόν του βαθέος, ανερχομένου Διακαλιού ανέβλυζεν από την ρίζαν της γηραιάς δρυός, όπου με τα κυμβαλίζοντα πέταλα των &φυλλομανούντων& κλώνων της διηγείτο τας αναμνήσεις των αιώνων.

Τα άστρα τρέμουν παιγνιώδη εν τω κυαναυγεί στερεώματι, ως να τα εξήγειρον τώρα δα του βαθέος ύπνου αι πρώται της ηούς ακτίνες. Δύο ηδύλαλοι αηδόνες κελαδούν περιπαθώς το εωθινόν εν τω κηπαρίω, αφ' ου αναδίδεται ευωδία μεθυστική αρωμάτων.

Έλεγεν ο Κομποδήμος βλέπων το ευώδες ρώμι, το οποίον εμοσχοβόλησε θερμότητα και ζωήν, μέσα εις την παγωμένην εκείνην σχισμάδα της γης και εις την ρίνα του ποιμένος παγωμένην ομοίως. Μετά μικρόν ο Μπάρμπα-Σταύρος ήνοιξε τους οφθαλμούς του, συνελθών τελείως και κινηθέντων των μελών αυτού. — Ακόμα λιγάκι και πάαινα! Είπε μετά στεναγμού βαθέος ο γέρων.

Ενθυμείτο ακόμη τας μικράς του αδελφάς, μικροτέρας αυτού, τας οποίας συνώδευεν εις την εκκλησίαν, από βαθέος όρθρου του νέου έτους, και ων εκάστην εφίλευεν επιστρέφων ανά μίαν κουλούραν, ην ηγόραζεν εκ των ολίγων φιλοδωρημάτων, άτινα είχε συλλέξει προ μιας εβδομάδος, ψάλλων τα χριστούγεννα εις τους συγγενείς.

Ο γέρων απήντησε δεικνύων διά της χειρός·Στον κάβο, εδώ κάτου. Ο αγρότης εστάθη ως να εζήτει λόγους διά να πεισθή αυτός, πείθων και τους άλλους· είτα επανέλαβε με αμυδράν αστραπήν ευθυμίας εις το όμμα·Και είχατε τίποτε φόρτωμα μες το καΐκι; Ο έμπορος, του οποίου την πληγήν ήνοιγεν η ερώτησις, έσπευσε μετά βαθέος στεναγμού ν' απαντήση·

Λαλών περί του τμηματάρχου του, πολιού λειτουργού, από τριακονταετίας υπηρετούντος, αρκείται να μειδιά. Άλλος γράφει ποιήματαόχι άσχημααλλ' αδημονεί ότι δεν ήρχισαν ήδη να εξοδεύωνται κατά χιλιάδας αντιτύπων. Ούτος δημοσιογραφείανωνύμως· απορεί δε ότι το κοινόν δεν μαντεύει τα άρθρα του, ουδέ αρπάζει βαθέος έτι όρθρου τα φύλλα της εφημερίδος, ήτις τα δημοσιεύει.

Αι, πόσους πνέοντας έρωτα Θαλάμους, τώρα η φλόγα Βαρβάρως κατατρώγει· Μισητόν ολοκαύτωμα Ενός τυράννου. Στεναζούσης νυκτός Και του βαθέος άδου Τρομεραί θυγατέρες, Εσάς φωνάζω, εσάς Τας Εριννύας. Τι ακαίρως τα Βασίλεια Σκοτεινά κατοικείτε Του ύπνου; ν' αποσπάσετε Τα δεσμά των ονείρων Τι αργοπορείτε;