United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο έτερος ήτο ανήρ εξηκοντούτης, λίαν σοβαρός το ήθος και κόσμιος την αναβολήν. Εκ πρώτης όψεως, αν και ήτο νυξ, το δε φέγγος της σελήνης μόλις κατέβαινε διά των πυκνών κλώνων των δένδρων εις τας δύο ταύτας μορφάς, εκ πρώτης όψεως ηδύνατό τις να νοήση την διαφοράν, την απόστασιν, το χάσμα, όπερ υπήρχε μεταξύ των δύο τούτων ανδρών.

Μία καλή ξενοδόχος, χαρίεσσα και πρόθυμος διά την ηλικίαν της, δίδει κρασί, ζύθον, καφέ· και το καλύτερον από όλα δύο φιλύραι, που διά των απλωμένων κλώνων των καλύπτουν την μικράν προ της εκκλησίας πλατείαν, η οποία γύρω περικλείεται δι' οικιών, σιταποθηκών και καλυβών.

Αλλ' αι ερυθραί εκείναι λάμψεις εχάνοντο διαρκώς ως εκ του ύψους της οροφής επί της οποίας καρφία χρυσά έλαμπον ως τα άστρα την νύκτα ανά μέσον των κλώνων. Από το άνοιγμα ενός μεγάλου παραθύρου διεκρίνοντο λαμπάδες επί των δωμάτων των οικιών διότι ο Αντίπας συνεώρταζε με τους φίλους του, με τον λαόν του και με όλους τους προύχοντας.

Γιατί η καινούργια λεύκα δεν έμοιαζε με τα άλλα δένδρα, δεν είχε τα σημάδια των αδερφών της, ούτε στο κορμί της το παράξενο, ούτε στο αγκάλιασμα των κλαδιών της, ούτε στο σάλεμα των ψηλών κλώνων, όταν οι αγαπημένοι άνεμοι πετούσαν τρελλοί να χαιρετήσουν το ΓέροΠοταμό με τα ευτυχισμένα τα παιδιά του. Η καινούργια λεύκα ήταν ένα δένδρο που αγαπούσε να παίρνη ανθρώπινες μορφές.

Ο τρυγμός των θραυομένων κλώνων των ελαιών εξηκολούθει φοβερός και άγριος ως κρότος μακρυνής βροντής.

Να προσπαθήσω ν' αναρριχηθώ εις το πελώριον στέλεχος, το αδρόν και αμαυρόν, ν' αναβώ εις το σταύρωμα των κλάδων της, ν' ανέλθω εις τους κλώνας, να υψωθώ εις τους ακραίμονας . . . Και αν δεν μ' εδέχετο, και αν μ' απέβαλλεν από το σώμα της και μ' έρριπτε κάτω, ας έπιπτον να κυλισθώ εις την χλόην της, να στεγασθώ υπό την σκιάν της, υπό τα αετώματα των κλώνων της, τα όμοια με στέμματα Δαυίδ θεολήπτου.

Πολύ φρόνιμα κάμνεις, τω είπεν ο Γεροστάθης· εις αυτόν τον κόσμον όστις δεν εργάζεται ή αποθνήσκει της πείνης, ή ζη ατίμως· ο δε άτιμος βίος είναι πολύ χειρότερος του θανάτου. Λαβών δε την άδειαν του γέροντος επήρεν ένα εκ των λεπτών κλώνων, και παρουσιάσας αυτόν εις ημάς ηρώτησεν αν δυνάμεθα να τον σπάσωμεν.

Ευρίσκετο πλησιέστατα της οικίας του Θωμά και διά μέσου των κλώνων της συκαμινέας διέκρινε την Πηγήν, όπως την είδεν άλλοτε ορθίαν εις την θύραν και σκορπίζουσαν κριθάς εις τας όρνιθας. Ήτο δε και η αυτή ώρα. Αλλά τώρα το ρόδινον φως του δειλινού περιέβαλλε θλιβερωτάτην εικόνα. Πόσον είχε μεταβληθή η κακομοίρα! Ήτον αγνώριστη.

Τη έδειξε κόγχην τινά υποκάτω ενός βράχου, και τη είπε να κοιμηθή. Η νέα συνεστάλη εντός του κοιλώματος εκείνου και ο Γύφτος εκάθισε πλησίον αυτής. Το μέρος ήτο υπήνεμον και εσκέπαζε την Αϊμάν από των σταγόνων της βροχής, ήτις κατά διαλείμματα έπιπτεν. Άνωθεν σκοτεινός αιθήρ επέκειτο, και αστραπαί διέσχιζαν τον αέρα. Η βροντή εμυκάτο και ο άνεμος εγόγγυζε διά μέσου των κλώνων των δένδρων.

Αριστερόθεν κατήρχετο διά μέσου των κλάδων και των θάμνων τελευταία τις ασθενής ριπή του Βορρά, επισκεπτομένη εις τα χθαμαλώτερα εκείνα μέρη την παρθενικήν αδελφήν της, την χιόνα, σκληρύνουσα αυτήν επί των κλώνων των δένδρων, περί ους είχε περιχυθή καταστρώσασα μεγαλοπρεπώς τους πολυκλάδους και απειροποικίλους σχηματισμούς των.