Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
Την περιτριγύρισα από κάθε μέρος διά να εύρω καμμίαν χασματιάν ή σκάλαν να ανέβω επάνω, αλλά ματαίως εκοπίασα, και μου εφαίνετο αδύνατον να αναβώ, τόσον ήτο λεία και παρωμοίαζεν η επιφάνειά της ωσάν την του αυγού. Τότε ο ήλιος επλησίαζε διά να βασιλεύση, όταν εξαίφνης εσκοτίσθη όλος ο αέρας, ωσάν να τον είχε πλακώσει ένα μεγάλο και σκοτεινό σύγνεφον.
Η Καλλίτσα μου, κι ο Θεός μου τη φέρνει. — Θα μου τη λωλάνετε τη γυναίκα μου, κυρ Μυλόρδε, και καλλίτερα να μη την πειράζετε έτσι. — Μα εγώ σας λέω πως πρέπει να την ανάβω αυτή την ελπίδα, κι από ελπίδα βεβαιότητα να την κάμω πρέπει, γιατί η Καλλίτσα σας είνε αυτή που θάρθη μεθαύριο με το φίλο μου τον Μπάρτλεη, τον άντρα της, σηκώθηκε κ' είπε ο Μυλόρδος ήσυχα και σοβαρά σοβαρά.
Θα σ' έχω ίδιαν αδελφήν αγαπητήν στης Αιωνίας ζωής τον κήπο, χέρι με χέρι θα περπατάμε, κάτασπρο περιστεριώνε ταίρι. Ανάβω. . . Άφησέ με!. . . από το κορμί μου φλόγες βγάνω. . . κάτω τα χέρια. . . παράτησέ με. . . σφάξε με, ν' αποθάνω θέλω. Σαν αδερφή σου δεν μπορώ να ζήσω. Γυμνό θέλω να σε χαρώ, νυχτιές ερωτικές μαζύ σου ν' αγρυπνήσω!
Η ατραπός παρηκολούθει την οφρύν του βράχου. Οι κρημνοί κάτωθέν μου ήσαν φοβεροί, εκ δε του ύψους εκείνου έβλεπα την θάλασσαν αφρίζουσαν εις τους πόδας των και ήκουα τον ήσυχον ρόχθον της. Ο Παντελής πλησιάσας με επρότεινεν ν' αναβώ εις το ζώον του, αλλ' ηρνήθην θεωρών ασφαλέστερον να εμπιστευθώ εις τους ιδικούς μου πόδας ή εις τους πόδας της ημιόνου του.
Μπεζέρισα να περπατώ 'ς του κάμπου τα λιοβόρια. Θέλω τ' αψήλου ν' αναβώ' ν' αράξω θέλω, αητέ μου, Μέσ' 'ς την παλιά μου κατοικιά, 'ς την πρώτη τη φωλιά μου Θέλω ν' αράξω 'ς τα βουνά, θέλω να ζάω μ' εσένα. Θέλω τ' ανήμερο καπρί, τ' αρκούδι, το πλατόνι, Καθημερνή μου κι' ακριβή να τάχω συντροφιά μου.
Μη μου το πάρης τουλάχιστο! Θα σου ανάβω ένα κερί κάθε μέρα ως που να μεγαλώση. Δε φταίμ’ εμείς!-η Μοίρα μας έτσι το θέλησε.
Πάει ο πατέρας σου, η όμορφη σκούνα πάει· πάνε οι δόξες μας! Τα ερρούφηξεν όλα η Μαύρη θάλασσα. Τόρα, δεν έχεις τίποτε παρά το χαμόσπιτο, εμένα την άφτουρη και τον Θεό. Υγειά στα χέρια σου! Δούλεψε παιδί μου και τίμα τον θείο σου. Αν σου μένει κάποτε ξεδούλειο στέλνε το ν' ανάβω το καντήλι του Άγιου για την ψυχή του πατέρα σου». Εσταύρωσα τα χέρια μου, εκύταξα με βουρκωμένα μάτια τη θάλασσα.
Χώρια οι λύκοι από τα πρόβατα· χώρια και οι στεριανοί από τους ναυτικούς. Άλλη ζωή στον Απάνω, άλλη στον Κάτω Κόσμο. Για τούτο σας λέγω πως αν τον ήξευρα θα του άναβα περισσότερα κεριά από όσα ανάβω στον Άγιο Νικόλα. Επέθανα; δεν σκοτίζομαι για Κόλασες και για Παράδεισους. Πάω γραμμή στο τσαντήρι μου!...
Δεν εγύρισεν η «Παντάνασα» δεν εγύρισε κ' εκείνος ποτέ στο Γαλαξείδι. Άγνωστος μένει ο ναύτης που μας έκαμε το μεγάλο ευεργέτημα. Άγνωστος και αδοξολόγητος όπως γίνεται και στους φτωχούς αγίους. Παντού η τύχη π' ανάθεμα την! παντού η τύχη! Μα εγώ αν ήξευρα τ' όνομά του θ' άναβα περισσότερα κεριά απ' όσα ανάβω κάθε χρόνο στην εικόνα του Αγίου Νικόλα.
Εφιάλται, όπως αυτός, ερχόμενοι την νύκτα, παρέτειναν την τρομακτικήν επίδρασίν των και τας ώρας της αγωνίας μου. Τα νεύρα μου είχαν υπερβολικά ερεθισθή, καθιστάμενα υποχείρια μιας διαρκούς φρίκης. Εδίσταζα ν' αναβώ εις το άλογο, να περιπατήσω και να επιχειρήσω άσκησιν που θα μου μετέβαλλε κατάστασιν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν