United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως τόσον ενύκτωσε και το άλογόν μου εκινδύνευε να ψοφήση από την πληγήν και τον κόπον και στοχαζόμενος να φυλάξω την ζωήν μου έφυγα πεζός μέσα εις το δάσος αρκετόν διάστημα διά νυκτός με το φως των αστέρων. Αλλ' όταν κουράσθην μη δυνάμενος πλέον να περιπατήσω, εστοχάσθηκα να αναπαυθώ ολίγον, αλλ' επειδή εφοβούμουν τα θηρία ανέβηκα επάνω εις ένα δένδρον και εκεί εξενύκτησα.

Φαίδρος Έρχομαι, Σωκράτη, από του Λυσίου , του υιού του Κεφάλου· πηγαίνω δε να περιπατήσω έξω του τείχους της πόλεως· διότι πολλάς ώρας επέρασα εκεί καθήμενος από το πρωί· ακολουθών δε το παράγγελμα του Ακουμενού , του κοινού μας φίλου, κάμνω τους περιπάτους μου εις τας οδούς· διότι διισχυρίζεται ότι είναι πλέον ξεκουραστικοί οι περίπατοι εις τας οδούς παρά εις τους τόπους όπου τρέχουν οι νέοι .

Αλλά να τους μιμηθώ ούτε δύναμαι ούτε τολμώ. Καθώς δεν ημπορώ να περιπατήσω χωρίς δεκανίκια, ούτω και χωρίς βιβλία αδύνατον μου είναι να συλλογισθώ.

Εφιάλται, όπως αυτός, ερχόμενοι την νύκτα, παρέτειναν την τρομακτικήν επίδρασίν των και τας ώρας της αγωνίας μου. Τα νεύρα μου είχαν υπερβολικά ερεθισθή, καθιστάμενα υποχείρια μιας διαρκούς φρίκης. Εδίσταζα ν' αναβώ εις το άλογο, να περιπατήσω και να επιχειρήσω άσκησιν που θα μου μετέβαλλε κατάστασιν.

Έβαλα ολίγην δύναμιν, και επιάσθην από κάποια ξύλα και κλωνάρια δένδρων, που η φύσις εφάνη να τα ετοίμασεν επί ταυτού διά να με βοηθήσουν· και μη δυνάμενος να περιπατήσω, έχοντας όλον μου το σώμα καταδαρμένον από την θάλασσαν, έπεσα επάνω εις την άμμον ημιθανής και έμεινα εκεί ακίνητος έως που ανέτειλεν ο ήλιος· αλλ' η θερμότης της άμμου μου έφερεν ολίγον ύπνον έως δύο τρεις ώρας.

Εγώ δεν ημπορούσα να παρηγορηθώ διά τον χαμόν του αγαπημένου μου Σαέδ, και εκείνο που περισσότερον με εσύγχιζεν, ήτον που δεν ημπορούσα να καταλάβω το τι του εσυνέβη. Εμβήκα το λοιπόν εις μίαν μεγαλωτάτην απελπισίαν και αποφάσισα να χαθώ και εγώ εις εκείνο το νησί. Εγώ υπάγω, έλεγα, να περιπατήσω όλον ετούτο το νησί ή να εύρω τον Σαέδ ή να συναπαντήσω τον θάνατον.

Εάν τουλάχιστον, καλέ Ξένε, μας υποσχεθή κανείς θεός, ότι, εάν δοκιμάσωμεν διά δευτέραν φοράν την έρευναν της νομοθεσίας, δεν θα ακούσωμεν χειρότερους ούτε κατωτέρους λόγους από εκείνους που είπαμεν, εγώ ημπορώ να περιπατήσω πολύν δρόμον, και ημπορεί να μου φανή σύντομος η σημερινή ημέρα. Και όμως βεβαίως είναι η ημέρα των τροπών του θεού από το θέρος εις τον χειμώνα.

Ετούτο είνε εκείνο που δεν ημπορώ να υποφέρω, εξαναείπεν ο βασιλεύς ότι λογής θαυμασμόν μου έδωκεν η αιτία της δοκιμής που έκαμα, θέλω με απόφασιν να περιπατήσω τον κόσμον και να ιδώ ποίος από τους δύο μας γελοιέται εις την γνώμην του, και δεν θέλω γυρίσει έως που να μην εύρω το ολιγώτερον ένα μόνον.

Μετέβην επομένως εις τον Πειραιά διά να παρακαθήσω εις την εστίασιν μετά των άλλων εξ υμών τους οποίους ο Μνησίθεος εκάλεσεν εις την θυσίαν• έπειτα μετά τας σπονδάς σεις μεν ανεχωρήσατε προς διαφόρους διευθύνσεις, εγώ δεδιότι ήτον ενωρίς ακόμηανέβηκα εις τας Αθήνας, διά να περιπατήσω κατά το δειλινόν εις τον Κεραμεικόν.

Ήτον εποχή του τρυγητού, εγώ δε κατά το μεσημέρι, αφήσας τους εργάτας να τρυγούν εις τ' αμπέλι, επήγα να περιπατήσω εις το δάσος• κάποια σκέψις με κατείχε και συνεστρέφετο εις την κεφαλήν μου. Όταν δε έφθασα εις το πυκνόν μέρος, ήκουσα κατ' αρχάς γαβγίσματα σκύλων και ενόμισα ότι ο υιός μου ο Μνάσων έπαιζε και εκυνήγα, ως συνηθίζει, με τους φίλους του εις το δάσος.