United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί ευρίσκοντο αποφράδα τινά νύκτα απολαύοντες πάντων των αγαθών, ενώ ο αδελφός αυτών Κορβίνος, μη δυνάμενος προ πολλού να εύρη ύπνον, εγκαταλείποντα ως οι παράσιτοι τους δυστυχούντας, επλανάτο εις τους αγρούς διηγούμενος τα βάσανά του εις την σελήνην.

Όθεν, σε παρακαλούμεν, ειπέ μας ποίος είσαι; πόθεν έρχεσαι; και πώς ετόλμησες να έμπης εις ένα τοιούτον αδύνατον πλοίον; Εγώ μόλις δυνάμενος να ομιλήσω από την πείναν, τους είπα· δώσετέ μοι πρώτον να φάγω, και έπειτα θέλω ευχαριστήσει την περιέργειάν σας.

Ο Μάρτιος ωμοίαζεν ήδη θεότητα, εκπεσούσαν αίφνης του στυλοβάτου της· ήτο Ζευς μ' εσκωριασμένους και αχρήστους κεραυνούς, Αίολος μη δυνάμενος ν' ανοίξη τας δικλείδας του χαλκού άντρου, να εκχύση τους ανέμους και τας θυέλλας και ν' αναστατώση το Σύμπαν. Εννόει και αυτός ότι μετ' ολίγας ώρας ήτο αδύνατον να φέρη το ποθούμενον αποτέλεσμα.

Αλλ' αι οπτασίαι, τα όνειρα και τα φαντάσματα ήσαν τοσούτον κατά την εποχήν εκείνην συνήθη, ώστε αντί να εκπλήττωνται οι πλείστοι εχασμώντο ακούοντες τας διηγήσεις του νέου θαλαμηπόλου. Αλλ' εκείνος, βέβαιος ων ότι το φάντασμά του δεν ήτο εκ των συνήθων, έτρεμε την επιούσαν επί της κλίνης του μη δυνάμενος να κλείση τους οφθαλμούς.

Καθ'όλην την νύκτα περιεφέρετο εις την αυλήν ο άθλιος μη δυνάμενος να εξέλθη, ως να ευρίσκετο εις λαβύρινθον, έως ου εξημέρωσε και συνελήφθη με τα κλοπιμαία. Και τότε μεν έφαγεν όχι ολίγον ξύλον, έζησε δε ολίγον καιρόν ακόμη και απέθανεν αθλίως, διότι, ως έλεγε, κάθε νύκτα τον έδερνεν ο Πέλιχος, ούτως ώστε την επιούσαν εφαίνοντο τα σημάδια εις το σώμα του.

Μέχρι της μεσημβρίας η χιών είχε λευκάνει την νησίδα, ήτις ωμοίαζε προς χιονισμένην όρνιθα, κατακαθήσασαν εν μέσω του πελάγους. Ο κυρ-Δημάκης ουδέν δυνάμενος να διακρίνη πλέον εις το πέλαγος, επανήλθεν εις το ασκητήριον, φέρων επάνω του λεπτόν επίστρωμα χιόνος ως αλευρωμένος γάτος. Εκ της απελπισίας του ουδέ ωμίλει. — Σου είπα, κατά τον καιρό! Εδικαιολογείτο ο μοναχός.

Και η αργυρά αμμόκονις των άστρων ωλιγόστευεν επάνω, καθ' όσον υψούτο η σελήνη, και η αηδών ηκούετο μινυρίζουσα βαθειά εις τον μυχόν του δάσους, και ο γκιώνης μη δυνάμενος να διαγωνισθή προς την λιγυράν αδελφήν του, έπαυσε προς καιρόν το θρηνώδες άσμα του.

Έρχομαι από την φυλακήν και σου φέρω ασπασμούς από την Λίγειαν. Ο Βινίκιος εστηρίχθη επί του βραχίονός του και ήρχισε να τον παρατηρή εις τους οφθαλμούς υπό το φως των δάδων, μη δυνάμενος να προφέρη λέξιν. Αλλ' ο Ναζάριος εμάντευσε την ερώτησιν, ήτις εχάνετο εις τα χείλη του. — Ζη.

Αλλά μη δυνάμενος να ικανοποιήση την επιθυμίαν του, ήρχισε να διαγράφη κατά διάνοιαν το σχέδιον του εξανθρωπισμού του υιού του, ενώ ο Μανώλης, αναθαρρήσας ολίγον, ωμίλει προς τον αδελφόν του και μεταξύ άλλων τον ηρώτα αν ο δάσκαλος τον είχε βάλει κιαυτόν στον φάλαγγα.

Διότι ο δυνάμενος να μεταχειρισθή την βίαν δεν έχει ανάγκην να καταφύγη εις την δικαιοσύνην.