United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Του εφάνη ότι εγνώρισε την Λίγειαν εις την μορφήν της θεάς εκείνης της εικονιζούσης την Αρτέμιδα. Εκείναι τον περιεκύκλωσαν χοροπηδούσαι, έπειτα δε έφυγον, ως αγέλη αιγών. Και μ' όλον ότι η Άρτεμις εκείνη δεν ήτο η Λίγεια, ούτε καν της ωμοίαζεν, αυτός έμεινεν εκεί, πνιγόμενος υπό της συγκινήσεως. Ησθάνθη αιφνιδίως άπειρον θλίψιν διότι ευρίσκετο μακράν της Λιγείας.

Σωκράτης Η άνευ τούτων λοιπόν μέθοδος θα ωμοίαζεν ωσάν με τυφλού πορείαν· αλλ' όμως δεν πρέπει να παρομοιάσωμεν τον μετά τέχνης διεξερχόμενον οτιδήποτε θέμα με τυφλόν ούτε με κωφόν, αλλά φανερόν ότι, εάν τις μετά τέχνης λόγους περί τινος προσφέρη, την ουσίαν θα φανερώση ακριβώς της φύσεως τούτου, προς την οποίαν τους λόγους θα πλησιάση· θα είναι δε τούτο η ψυχή. Φαίδρος Αναμφιβόλως.

Έχεις ακόμη να φας πολλά μακαρόνια, πριν μεταβής εις τον άλλον κόσμον. Η προσλαλιά αύτη ήρκεσε να διαλύση πάντα δισταγμόν και πάντα φόβον του καταδίκου. Ωμοίαζεν άνθρωπον από το στήθος του οποίου θα εσήκωναν βαρύν βράχον.

Η μεν των κοιμωμένων, κατεχομένη, υπό ηδυπαθούς ονείρου, εμειδία στηρίζουσα επί του βραχίονος την φλέγουσαν παρειάν, ενώ τα τεταραγμένα στήθη της διεφαίνοντο υπό τον λευκόν χιτώνα, ως η σελήνη όπισθεν νέφους, η δε, ωχρά και συνωφρυωμένη, ωμοίαζεν άγαλμα της κορωμένης Λύπης, βλέπουσα ίσως καθ’ ύπνους τας όχθας της πατρίδος ή της μητρός της τα χείλη.

Όστις είδε το στρατόπεδον τούτο εις την ακμήν του, ζώντος έτι του Καραϊσκάκη, δεν ηδύνατο να μη δακρύση βλέπων τοιαύτην μεταβολήν εις αυτό, το οποίον ωμοίαζεν ως ποίμνιον διασκορπισθέν από τους λύκους.

Αι τέσσαρες νεάνιδες, ακούσασαι το όνομα τούτο εταράχθησαν, πλην η άλλη γυνή η συνοδός αυτών, ήτις ωμοίαζεν ως μήτηρ, χωρίς παντάπασι να πειραχθή, αναγνωρίσασα την φίλην της γραίαν γειτόνισσαν, ολίγον κακόγλωσσον, είπε: — Δεν έρχεσαι, καϋμένη, 'ς το σπίτι; μόνον ήλθεςτο γιαλό; Ημείς ξεπλατισθήκαμετο κουπί.

Πλην της αγάπης προς τον πίθηκον ενυπήρχε πιθανώς εις τούτον και τις κλίσις, ουχί ακριβώς προς επίδειξιν αλλά προς απόδειξιν ότι ηδύνατο διά των εκατομμυρίων του να καταβιβάση μέχρι του πιθήκου του τας κορυφάς της τέχνης και της επιστήμης. Ο πίθηκος εκείνος του είδους Chimpagi ήτο μεσαίου μεγέθους και ωμοίαζεν εν συνόλω όλους τους πιθήκους.

Το φόρεμά της ήναψε διά μιας, και εκάη όλη αμέσως. Τότε και ο στρατιώτης έλυωσε. Και την αυγήν η υπηρέτρια, όταν επήρε την στάκτην, τον ηύρε μέσα εκεί. Είχε γείνει ένας βώλος, αλλά ωμοίαζεν ωσάν καρδία το σχήμα του. Από δε την χορεύτριαν δεν εσώθη τίποτε, παρά μόνον το τριαντάφυλλόν της, το οποίον είχε μισοκαή και ήτο κατάμαυρον. Μίαν φοράν ήτο μία δραχμή.

Αλλ' ο θείος ιατρός δεν ωμοίαζεν ακόμη τότε τους σημερινούς απογόνους του, οίτινες κρύπτουσιν ενίοτε εις τας μητέρας τα τρυφερά νοσήματα των υιών των, και επρόδωκε το μυστικόν εις την Αφροδίτην.

Αλλ' έως εδώ ήτο θέλημα Κυρίου να φθάση. Υψηλή, στρογγυλοπρόσωπος, μαυρομαλλούσα και μαυροφρυδούσα, με μίαν χάριν σελαγίζουσαν, όταν ετέθη εις το φέρετρον με τα κάτασπρα, ωμοίαζεν όχι με νεκρόν, αλλά με νύμφην εντός της παστάδος.