United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάμπτων προς την οδόν των Ιουδαίων, όπου ευρίσκετο η οικία του Λίνου, ο Βινίκιος παρετήρησε τας φλόγας εν τω μέσω νέφους καπνού· και η Τρανστιβέρη, εκεί όπου κατώκει η Λίγεια, εκαίετο. Ο Βινίκιος ενεθυμήθη ότι η οικία του Λίνου ήτο περιβεβλημένη με κήπον, όπισθεν του οποίου, προς το μέρος του Τιβέρεως, ευρίσκετο μικρός αγρός χωρίς οικίαν. Η σκέψις αύτη του έδωσε θάρρος.

Και βλέπω έν μέρος ουρανού, και έν μέρος νέφους, και έν μέρος κεραυνού, και έν μέρος όρους· εκ του ουρανού είς θεός κεραυνοβολεί, και εκ του όρους είς γιγάντιος άνθρωπος, προτείνει δόρυ αντάρτου. Και λέγω υποχωρών μετά τρόμου: — Τρομερά μάχη συγκροτείται εδώ μεταξύ ανθρώπου και Θεού. — Ναι· τρομερά μάχη, διά της οποίας δεν χάνεται αίμα, αλλά χάνεται ψυχή. Έτυχέ ποτε ν' ακούσης περί Γιγαντομαχείας;

Πυργοειδές φρούριον, προς βράχον κρεμάμενον, Προς χωνοειδές όρος ή προς κυανούν ακρωτήριον Υπό δένδρων καλυπτόμενον. Ταύτα δε πάντα προς την γην Και απατώντα τους οφθαλμούς ημών δια τον αέρος. Έρως: Ναι, στρατηγέ. Αντώνιος: Εκείνο το οποίον τώρα φαίνεται ίππος, πριν ή προφθάσης, να το σκεφθής, Εξαφανίζεται υπό του αεροπορούντος νέφους και καθίσταται δυσδιάκριτον, Όπως το ύδωρ εν τω ύδατι.

Η μεταξύ των πνευμάτων πάλη ευρίσκετο εις την ακμήν, τα όπλα των αντήχουν ως συγκρουόμενα νέφη και αιματώδης βροχή έσταζεν επί των εν τη πλατεία συνηγμένων πιστών, ότε αίφνης ο φανείς εις την Ιωάνναν άγγελος, διασχίσας τας τάξεις των μαχόμενων συνέλαβε την αθλίαν αυτής ψυχήν, πόθεν δεν γνωρίζω, και επιβάς νέφους μετέφερεν αυτήν . . .. εις το καθαρτήριον πιθανώς.

Τόρα και εις τον ύπνον της ακόμη, έβλεπε μίαν μορφήν εσκιασμένην ως υπό νέφους, αυλούσαν ηδυπαθώς, μέχρις εκλύσεως όλων αυτής των αισθήσεων. Ενώ τοιαύτα διελογίζετο η Σμάλτω, ο συριγμός της φλογέρας ηκούετο ακόμη μακράν, ευδιάκριτος υπό το δροσερόν φύσημα του ανέμου.

Ο λιμενοφύλαξ, ως φάσμα εξελθών από του νέφους του εγγύς καφενείου, έλαβε τα χαρτιά από τον γέροντα αλιέα, και μετ' ολίγον ένας όγκος μέγας και μαύρος, ως καθεύδουσα προβατίνα, σκεπασμένη εντός της κοιλίας της αλιάδος υπό βαρείαν θεσσαλικήν χλαίναν, εξεδιπλώθη, μακρός, υψηλός, κ' εφάνη εν τη αποβάθρα ξένος τις, ανδρικής ηλικίας, φέρων επ' ώμων την χλαίναν και κρατών εις χείρας δισάκκιον ελαφρόν.

Η μεν των κοιμωμένων, κατεχομένη, υπό ηδυπαθούς ονείρου, εμειδία στηρίζουσα επί του βραχίονος την φλέγουσαν παρειάν, ενώ τα τεταραγμένα στήθη της διεφαίνοντο υπό τον λευκόν χιτώνα, ως η σελήνη όπισθεν νέφους, η δε, ωχρά και συνωφρυωμένη, ωμοίαζεν άγαλμα της κορωμένης Λύπης, βλέπουσα ίσως καθ’ ύπνους τας όχθας της πατρίδος ή της μητρός της τα χείλη.