United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σωκράτης. Βλέπεις λοιπόν ότι το να εναντιώνεται κανείς δεν είναι δύσκολον, αφού φιλονεικείται ακόμη αν υπάρχει διαφορά μεταξύ πραγματικότητος και ονείρου, αφού μάλιστα είναι ίσος ο χρόνος του ύπνου και της εγρηγόρσεως και η ψυχή μας συγκρούεται προς τον εαυτόν της κατά τα δύο αυτά χρονικά διαστήματα, και επιμένει ότι χωρίς άλλο η γνώμη εκείνης της στιγμής είναι αληθινή.

Η θλίψις που του επροξένησαν αυτά τα λόγια, τον έκαμε να ξυπνήση· και, η φαντασία αυτού του ονείρου του εκαρφώθη εις τον νουν τόσον, που τον έκαμες να μην έχη ποτέ ανάπαυσιν· και με όλον που δεν έχει ελπίδα εις το να απολαύση τα κάλλη σου, φυλάττει μίαν άκραν επιθυμίαν προς λόγου σου.

Ότε έπαυσαν αντηχούντες εις τα ώτα μου οι απαίσιοι εκείνοι χρησμοί και ανέτειλε μετ' ολίγον φαιδρός ήλιος, φωτίζων πλην των άλλων την «Βασίλισσαν», ερχομένην να σώση ημάς από του Αγίου Σώστου, επίστευσα ότι απηλλαττόμην από κακού ονείρου. Εκ των συμβουλών του συνοδοιπόρου μου δεν ηκολούθησα καμμίαν, αλλ' ουδέ δύναμαι, δυστυχώς, να βεβαιώσω ότι δεν μετενόησα διά τούτο.

Η μεν των κοιμωμένων, κατεχομένη, υπό ηδυπαθούς ονείρου, εμειδία στηρίζουσα επί του βραχίονος την φλέγουσαν παρειάν, ενώ τα τεταραγμένα στήθη της διεφαίνοντο υπό τον λευκόν χιτώνα, ως η σελήνη όπισθεν νέφους, η δε, ωχρά και συνωφρυωμένη, ωμοίαζεν άγαλμα της κορωμένης Λύπης, βλέπουσα ίσως καθ’ ύπνους τας όχθας της πατρίδος ή της μητρός της τα χείλη.

Μέτρησε μονομιάς το βυθό που κιντύνευε να πέση· κι αντί την ώρα εκείνη να λιγοθυμήση, κ' ύστερα να παρατήση τον εαυτό της στην αμοιριά της γυναικείας της σκλαβιάς και να ξεπέση σε ανώφελες διαμαρτυρίες και σε γκρίνια παντοτινή, έφυγε γοργά, ήσυχα σχεδόν· τράβηξε κατά τη χώρα του θετικού ονείρου της· βρέθηκε στην Αμερική.

Καθήμενος επί πέτρας υψηλής, προ της οποίας έβοσκον διεσπαρμένα τα πρόβατά του, ο Μανώλης έμενεν επί μακρόν βυθισμένος εις την μαγείαν του ονείρου του, έως ου τραχύ βέλασμα τράγου, παρατεινόμενον εις τον αντίλαλον των χαραδρών, τον επανέφερεν εις την πραγματικότητα, και τα ωραία φαντάσματα έφευγαν και εξηφανίζοντο, ως στρουθία πτοηθέντα.

Εν τοιαύτη θλιβερά καταπτώσει ευρισκομένη η γραία, ηγέρθη εσχάτως μίαν πρωίαν σφόδρα κατηφής, αφυπνισθείσα υπό κακού ονείρου. — Τι έχεις, Μα; ηρώτησαν μετά περιπαθείας αι δύο κυανοπλόκαμοι αδελφαί. — Τίποτε παιδιά μ'! απήντησε. Και κάτω νεύουσα την κεφαλήν υπό την μαύρην σκιάν της μανδήλας της εψιθύρισεν ως προς εαυτήν: — Δεν τούπα τ' μακαρίτ' να μη ανακατωθήτα βακούφκα!

Ούτω και ο καλός Λέων, ο φρονιμώτερος ίσως του αιώνος του ανήρ, επερίμενε την ίασίν του παρά του Αγ. Τιβουρκίου. Τρεις ολοκλήρους ημέρας έμεινε νήστις και ακίνητος ο Ποντίφηξ περιμένων την έλευσιν του θείου ονείρου. Αλλ' ούτε ύπνον ν' απολαύση ούτε όνειρα να ίδη άφινον αυτόν οι πόνοι• μέχρις ου μετά τριήμερον αγωνίαν έκλεισε τέλος πάντων τους οφθαλμούς εις αιώνιον άνευ ονείρων ύπνον.

Εξύπνησε περίτρομος, δυστυχής, φρενιασμένη. Ήτον ήδη μεσημβρία. Ο ήλιος έκαιεν υπεράνω της κεφαλής της άνωθεν της κορυφής του δροσερού πλατάνου. Με όλον το θάλπος του ηλίου, και την φαιδρότητα της ημέρας της μαγιάτικης η εντύπωσις του ονείρου έμεινεν επί μακρόν εις τον νουν της. Της εφαίνετο παράξενον μάλιστα πως, εν ημέρα, είδε τα όνειρα αυτά.

Και όσον επυκνούντο αι σκιαί της εσπέρας, η επί του βράχου γυναικεία μορφή απέκτα και αυτή την αοριστίαν ονείρου. Ολίγον κατ' ολίγον κατεπίνετο υπό του σκότους και έπαυσε να διακρίνεται, ως να μετεβλήθη και αυτή εις σκιάν, ως να εξητμίσθη. Η αύρα εξακολουθεί να ψιθυρίζη και η φωνή της μου φαίνεται ως να έρχεται από τα βάθη του παρελθόντος.