Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Και όταν, μετά βραχύ, ήκουσε την ακοήν άλλου Προφήτου, Προφήτου απείρως ισχυροτέρου και θαυματουργού, η ένοχος συνείδησίς του ερρίγησεν υπό δεισιδαίμονος φρίκης, και εις τους οικείους του ήρχισε να ψιθυρίζη μετά τρόμου: «Ούτος εστιν Ιωάννης ο Βαπτιστής, ον εγώ απεκεφάλισα· αυτός ηγέρθη από των νεκρών, και διά τούτο αι δυνάμεις ενεργούσιν εν αυτώ». Μη ο Ιωάννης επανήλθεν ούτω αιφνιδίως εις την ζωήν διά να επιβάλη φοβεράν τιμωρίαν; μη θα ήρχετο εις τας επάλξεις και τους πύργους του άγων μέγα πλήθος εις αγρίαν αποστασίαν; ή θα επαρουσιάζετο τρομερός, το μεσονύκτιον, εις το παλάτιόν του, με την ρομφαίαν της εκδικήσεως;
Ποτέ δεν είχε τόσον θαυμάσει ο κόσμος φορέματα βασιλικά. Επί τέλους έν παιδί εφώναξε: Καλέ ο βασιλεύς είναι γυμνός! — Άκουσε τι λέγει το παιδί, είπεν ο πατέρας του. Και ο ένας ήρχισε να ψιθυρίζη εις τον άλλον τα λόγια του παιδιού. — Καλέ, ο βασιλεύς είναι γυμνός, είπαν όλοι τέλος πάντων.
Και, ενώ ο θόρυβος του συμποσίου ηύξανεν, εκείνος έκυψε προς αυτήν και ήρχισε να της ψιθυρίζη λόγους απλούς και γλυκείς, λέξεις εξερχομένας εκ της ψυχής, αρμονικάς ως μουσική και μεθυστικάς ως ο οίνος. Και η Λίγεια εμέθυεν από τους λόγους τούτους. Ο θόρυβος, η μουσική, τα αρώματα των ανθέων και η ευωδία των θυμιαμάτων ήρχισαν να την ζαλίζουν.
Αφού το μικρόν εβαπτίσθη, και ωνομάσθη Χαδούλα, με τ' όνομα της μάμμης του — το οποίον έκαμεν εκείνην να μορφάζη σείουσα την κεφαλήν, και να ψιθυρίζη «μην τύχη και χαθή τ' όνομα!» — πάλιν η γραία ηγρύπνει, αν και το μωρόν εφαίνετο να είναι οπωσούν καλλίτερα. Άλλως η αγρυπνία ήτο εν τη φύσει και τη ιδιοσυγκρασία της Φραγκογιαννούς, ήτις εσκέπτετο χίλια πράγματα, και είχε τον ύπνον δύσκολον.
Προτείνεις να παρουσιαστή εις μίαν φιλοσοφικήν συζήτησιν ο Τιμοκλής με συνήγορον και ενώ ο Δάμις θα ομιλή αυτοπροσώπως και μόνος του, ο Τιμοκλής θα μεταχειρίζεται ηθοποιόν, εις τον οποίον θα χρησιμεύη ως υποβολεύς και θα του ψιθυρίζη εις το ους τας γνώμας του, εκείνος δε θα τας απαγγέλλη, χωρίς ίσως και να εννοή όσα εκείνος θα του λέγη και αυτός θα επαναλαμβάνη.
Διενοείτο δε ότι, επειδή ήτο Κυριακή, οι χριστιανοί θα ήσαν εις την λειτουργίαν, και θα προσηύχοντο. Αύτη δεν είξευρε να δεηθή, διότι δεν την είχον διδάξει καμμίαν θρησκείαν. Και όμως πολλάκις ησθάνετο την ανάγκην να ψιθυρίζη αυτοσχεδίους δεήσεις. Ο γέρων απήντησε διά του συνήθους αυτώ γρυσμού, όστις αν είχεν έννοιάν τινα, θα εσήμαινε βεβαίως ότι «οι γύφτοι δεν έχουν εκκλησίαν».
Ο άγνωστος ήρχισε να ψιθυρίζη, αρκούντως ευκρινώς, ώστε ν' ακούη ο Βράγγης: — Τετέλεσται, τέκνον, δεν δύναμαι πλέον να σε σώσω. Το πεπρωμένον το θέλει. Ήτο γραπτόν. Τις δύναται να παλαίση με την Μοίραν; Επί μακρά έτη περιπλανώμαι. Ύπνος δεν έκλεισε τα βλέφαρά μου, ανάπαυσιν δεν εύρε το σώμα μου. Εις την κοιλάδα αυτήν είναι το τέλος. Μοι το είπεν η αψευδής φωνή.
... Εκαθήμην μόνος εις μίαν άκραν της ακτής, και τα βλέμμα μου πλανώμενον συνήντα από καιρού εις καιρόν μίαν υψηλήν και λεπτήν γυναικείαν μορφήν, ορθίαν εις απόστασιν επί αλιπλήκτου βράχου και βλέπουσαν προς την δύσιν. Εν τω μεταξύ αι σκιαί επυκνούντο, ελαφροτάτη πνοή αύρας ήρχισε να ψιθυρίζη μυστηριώδεις λόγους εις την ακοήν μου και εις την λείαν επιφάνειαν της θαλάσσης διήρχοντο φρικιάσεις.
Και όσον επυκνούντο αι σκιαί της εσπέρας, η επί του βράχου γυναικεία μορφή απέκτα και αυτή την αοριστίαν ονείρου. Ολίγον κατ' ολίγον κατεπίνετο υπό του σκότους και έπαυσε να διακρίνεται, ως να μετεβλήθη και αυτή εις σκιάν, ως να εξητμίσθη. Η αύρα εξακολουθεί να ψιθυρίζη και η φωνή της μου φαίνεται ως να έρχεται από τα βάθη του παρελθόντος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν