Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Εν τω μεταξύ είχεν ανάγκην να φάγη και να αναπαυθή. Η νυξ εκείνη της αϋπνίας, η οδοιπορία εις το Οστριανόν, η ταχεία φυγή του τον είχε καταβάλει. Είχε προ πάντων ανάγκην ύπνου και η αγρυπνία τον είχεν εξασθενίσει. Η πόλις εκοιμάτο ακόμη.
— Πήγες σ' την Πόλι; Κολακεύει πάλιν τον έφηβον υιόν του ο πλοίαρχος, ενισχύων αυτόν εν τη αγρυπνία του. Να πας σ' την Πόλι και να ιδής! Να ιδής αγάδες και να ιδής χανούμισσαις! Να ιδής αγάδες 'ς τα άλογα και χανούμισσαις 'ς τους μπιαντέδες σαν ζωγραφιαίς.
Η αλήθεια ήταν πως δε βαστούσε πια κι' αυτός. Έκαμε να το κρύψη, έκανε να δείξη κουράγιο, μα δε βαστούσε. Η αγρύπνια, το μούσκεμμα, η νηστεία τον είχαν γονατίσει. Οι ρεμματισμοί σήκωσαν κεφάλι.
Έχει αγρυπνία ο παπά-Φραγκούλης, κ' είνε κόσμος εκεί. Αν μπορούσα κ' εγώ θα έμενα. Μα δεν είχα την άδεια απ' τον Κουμπή. Μεγάλη βάρκα, με έξ κουπιά, επερίμενεν εις την ρίζαν του θαλασσοκτισμένου Κάστρου, δίπλα εις ένα χαμηλόν και τριμμένον πατημένον βράχον, σχηματίζοντα φυσικήν αποβάθραν.
Έκοψ' εκείνη τους καρπούς της συμβουλής μου, και αυτός διωγμένος, — διά να μη μακρολογήσω — έβαλε αρχήν να πέση 'ς την βαρυκαρδίαν, εκείθε 'ς την νηστείαν, κείθε 'ς την αγρύπνια, εκείθε 'ς την αδυναμία, και πάλι εκείθε 'ς την ελαφρομυαλιά, κ' έτσι μ' αυτό 'πού λέγω το κατρακύλισμα ερροβόλησε 'ς την τρέλλαν, οπού δέρνεται ο νους του και όλοι εμείς τον κλαίμε. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Φρονείς πώς είναι τούτο;
ΕΡΜΟΓΕΝΗΣ. Ποιος είτανε του λόγου του; Διαταγή να του ανοίξουν είχεν από πρόσωπο σπουδαίο. . . Αρχή σου κάνω πάντα να μου κουβεντιάσης, μα συ δεν βγάζεις τσιμουδιά!. . . Η βάσις λέει της υγείας είν' ο ύπνος. 'Μένα με ταράζει Η αγρυπνιά ως βλέπεις. Ξέρε το. . . Από μαράζι θε να πάω, άρχοντά μου Όταν έρθη κι' η σειρά μου. Χτυπούν την πόρτα πάλι. Ξύπνησε, μωρή πέρδικα, και πήγαινε ν' ανοίξης. . .
Αυτά 'πα, και εις τα στήθη τους ερράισ' η καρδία, κ' είπεν ο Ευρύλοχος πικρά• «σκληρός είσ' Οδυσσέα• σου περισσεύ' η δύναμις, ακούραστα 'χεις μέλη• σίδερο θα 'ναι η πλάσι σου, 'που, αγρύπνια αφού και κόπος 280 εδάμασαν τους φίλους σου, δεν τους αφίνεις τώρα 'ς την γη να βγουν και εις το νησί, που η θάλασσ' όλο ζώνει, τον δείπνο θα ετοιμάζαμε, και θα 'χαιρε η καρδιά μας• και συ να παραδέρνουμε την άγρια νύκτα θέλεις, πέρ' από τούτο το νησί, 'ς τα σκοτεινά πελάγη. 285 και η νύκταις μάλιστα γεννούν τους φοβερούς ανέμους, των καραβιών καταστροφή• τον χάρο που θα φύγης, την νύκτ' αν ξάφνου σηκωθή και σ' εύρη ανεμοζάλη, Νότος είτ' έλθ' ή Ζέφυρος, σφοδρότατος αέρας, 'που και εις το πείσμα των θεών συντρίβουν τα καράβια; 290 όθεν ας υπακούσουμε 'ς την μαύρη νύκτα τώρα• τον δείπνο θα ετοιμάσουμε προς το γοργό καράβι, και ως φέξη θα το ρίξουμεν εις τα πλατειά πελάγη»,
Τη νύχτα εκείνη εδιάλεξε ο 'Μέρ για το σκοπό του. — Απόψι αγρύπνια ολονυχτίς, λέει 'ς το σύμβουλό του, Κ' ύστερ' απ' τα μεσάνυχτα, 'σάν το φεγγάρι φύγη, Την ώρα που των Χριστιανών η εκκλησιά ανοίγει Και πάνε τα Χριστούγεννα αυτοί να λειτουργήσουν Και 'ς τα προχώματα 'ψηλά κανένας δε θα μείνη.
Η ένοπλος αύτη αγρυπνία διήρκεσεν οκτώ όλα ημερονύκτια, μέχρις ου περί τας αρχάς της ενάτης νυκτός η δήθεν μακαρίτις έκρινεν εύλογον να κινηθή και ν' αποτείνη τον λόγον εις τον ακοίμητον αυτής φύλακα.
Δόξα τω θεώ και προσκύνημα τω Κυρίω των Δυνάμεων, ότι μας απήλλαξε τέλος πάντων της φοβεράς βασάνου, ήτις ονομάζεται ενδυμασία προς χορόν, της έτι φοβερωτέρας, ήτις ονομάζεται χορός, και της φοβερωτάτης πασών, ήτις ονομάζεται αγρυπνία μέχρι πρωίας και cotillon διαρκούν τέσσαρας ώρας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν