United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πότε νάβγει η ρόδινη περικαλιέται αβγούλα, 240 τι τάζει, τ' ακροφίγουρα των καραβιών θα κόψει, κι' αφτά θα κάψει μ' άσβυστη φωτιά, και τους Αργίτες θα πελεκήσει εκεί κοντά μες στου καπνού τη ζάλη. Τα τρέμω αφτά κατάκαρδα, μην του τη βγάλουν πέρα την παινεσιά οι θεοί, κι' εμάς μην είναι εδώ γραφτό μας 245 να πέσουμε όλοι δίχως πια να ξαναδούμε τ' Άργος.

Ήρθε το ηλιοβασίλεμα και η γαλαζορόδινη θάλασσα, ζωντανή, αισθαντική, χαδιάρα, κούραζε πιο πολύ ακόμη το Ρένα. — Νάμαι ξαπλωμένος στη στεριά! στέναξε. — Κι' ούτε να τη βλέπω στα μάτια μου τη θάλασσα, έκανε σαν απήχηση η φωνή κάποιου ναύτη δίπλα του. Ώμορφες οι σημαίες των ολόγυρα καραβιών ανακατεύανε το χρώμα τους με το χρώμα τ' ουρανού και της θάλασσας.

Τι τώρα αν σ' αμολήσουμε και πούμε ας πας καλιά σου, ξέρεις εσύ των καραβιών να ξαναβρείς το δρόμο, 450 να κάνεις ή κατασκοπιές ή να μας πολεμήσεις· μα αν σε χαλάσει ο λάζος μου και κατεβείς στον Άδη, δεν έχει πια των Αχαιών παιγνίδια ναν τους παίξεις

Τα τέσσερα κανονάκια τα ορειχάλκινα που κάνουν το βρύχημά του τρόμο των θαλασσινών οι μπαλντάδες που συχνοβάφονται στο αίμα τους· τα τρομπόνια, τα τσεκούρια, οι γάντζοι που πιάνουν αητονύχια στα πλευρά των καραβιών, όλα είνε θαμμένα στο σκότος και την ασάφεια.

Μα ο θεϊκός Δυσσέας τον νιώθει καθώς ζύγωνε και κάνει του Διομήδη 340 «Κάπιος, Διομήδη, ροβολάειτήραμακριά απ' τους Τρώες, δεν ξέρω, καν κατάσκοπος των καραβιών καν θέλει καμιά να κλέψει αρματωσά απ' τα νεκρά κουφάρια. Μον άσ' τον πρώτα δίπλα μας να προχωρήσει λίγο όξω απ' τη στράτα, κι' έπειτα ορμάμε εμείς, κι' αμέσως 345 τον πιάνουμε.

Και ζερβόδεξα φαντάσματα να κατεβαίνουν απάνω μας, με τον όγκο τους να μας πνίγουν, πανιά και ξάρτια καραβιών άλλων που έτρεχαν αιθεροπλανημένα νομίζεις να εύρουν τον πόρο τους. Οι ναύτες τυλιγμένοι στην ομίχλη μόλις εξεχώριζαν, ψυχές ανεμοκίνητες που ταξειδεύουν στο χάος.

Μα εκεί που γύριζε, να! ο γιος του Τελαμώνα ο Αίας μια πέτραπου πολλές εκεί των καραβιών στηρίδια 410 μπροστά είταν σκόρπιες στων αντρών τα πόδιαμιά από δάφτες σηκώνει, κι' έτσι πρόσλαιμα απάνου απ' την ασπίδα τόνε βαράει, στα στήθια ομπρός, μια πέτρα που σα σφαίρα του πέταξε ίσα απάνου του στριφογυρίζοντάς την.