United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μιλήσανε για κάτι σπιτοδουλειές, και σαν κοντέψανε μεσάνυχτα, είπε της γριάς να του στρώση στην απάνω την κάμαρα, να κοιμηθή μ' ανοιχτά παράθυρα, ίσως και του περάση ο πονοκέφαλος. Μεσάνυχτα γυρισμένα, όλο το σπίτι ησύχαζε. Η γριά κάτω με τους δουλευτάδες, ο Δημήτρης απάνω, ξαπλωμένος κι αυτός στο στρώμα, όξω από το πάπλωμα όμως, με τα ρούχα, καταπώς είταν. Πού ύπνος και πού ανάπαψη!

Ησθανόμην την πυκνότητα της νυκτός να με βαρύνη και να με πνίγη. Η ατμόσφαιρα ήτο απελπιστικώς βαρεία. Έμεινα ξαπλωμένος χωρίς να κινηθώ και έθεσα εις ενέργειαν όλας τας δυνάμεις του νου μου. Ανεπόλησα τας διαφόρους μεθόδους των ιερεξεταστών και από το σημείον τούτο προσπαθούσα να εξαγάγω ποια μπορούσε να είναι η παρούσα κατάστασίς μου.

Ξαπλωμένος κατάνακρα στ' ορθολίθι, τα πλατειά νώτα στηρίζοντας στη χορταριασμένη πλαγιά, ψηλαφά τα ψαρά γένεια του και ατενίζει κάτω σαν θαλασσινός θεός που θέλει να γνωρίση το απέραντο κράτος του.

Κι όμως καθεμέρα η όμοια με κύκνο της Λήδας θυγατέρα βγαίνει στο στρατόπεδο και σεργιανίζει τα κύματα του πολέμου. Οι γέροι με τασπρειδερά γένια θαυμάζουν τη χάρη της, ενώ αυτή στέκει πλάι στο βασιλιά. Στην κάμαρά του τη φκιασμένη από χρωματιστό φίλντισι είναι ξαπλωμένος ο αγαπητικός της. Γυαλίζει την κομψή του πανοπλία και κτενίζει το άλικο λοφίο του.

Ήταν εύκολο για τη μοιχαλίδα βασίλισσα ν' απλώση χάμου τα Τυριανά χαλιά για τον κύριό της κ' ύστερα, όταν εκείνος λουζόταν στη μαρμαρένια γούρνα μέσα ξαπλωμένος, να του ρίξη 'πάνω από το κεφάλι του το άλικο δίκτυ και να φωνάξη στον ωρηοπρόσωπο εραστή της να τον λογχίση ανάμεσ' από τα πλέγματα στην καρδιά, που θα έπρεπε να είχε ραγίσει στην Αυλίδα.

Πλατειά και μεγάλη απλονόταν η αεροΰφαντη ζωγραφιά, που την βλέπει καθένας και αλλοιώτικη, σύμφωνα με του νου τα καμώματα και της ψυχής τους πόθους. Πόσες φορές κ' εγώ στην πλώρη ξαπλωμένος, είδα εμπρός μου ολοζώντανα τ' άπιαστα της φαντασίας μου πλανέματα κ' επλημμύρισε μια στιγμή από χαρά η καρδιά μου!

Χοντρά δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό του, κατέβαιναν στο πηγούνι του που έτρεμε και σταγόνα σταγόνα έπεφταν στη γη. Ο Τζατσίντο τον περίμενε ξαπλωμένος μπροστά στην καλύβα. Μόλις τον είδε να ανεβαίνει με το καλάθι στο χέρι που φαινόταν να τον τραβάει προς τα κάτω παρόλο που ήταν άδειο, κατάλαβε πως τα ήξερε όλα. Τόσο το καλύτερο!

Ο Βέρθερος ετέντωνε προς αυτήν τα χέρια, δεν τολμούσε να την εμποδίση. Ήταν ξαπλωμένος κατά γης με το κεφάλι επάνω στον καναπέ και έμεινε σ' αυτή τη θέση περισσότερο από μισή ώρα, έως ότου ένας θόρυβος τον έφερε στον εαυτό του. Ήταν η υπηρέτρια, που ήρθε να στρώση το τραπέζι.

Είναι μοναδικό αίσθημα και όμως μοιάζει πολύ με αμυδρό όνειρο, που βρίσκω όταν λέγω: «Αυτό είναι το τελευταίο μου πρωί. Το τελευταίοΚαρολίνα, δεν καταλαβαίνω καθόλου τη λέξη τελευταίο. Δεν είμαι τώρα σ' όλη μου τη δύναμη; και αύριο θα είμαι ξαπλωμένος στη γη χωρίς αυτή. Να πεθάνω! Τι θα πη αυτό; Λες, ονειρευόμαστε όταν μιλάμε για τον θάνατο. Είδα πολλούς ανθρώπους να πεθαίνουν.

Σαν αποχτήσω, βρε παιδιά, εξηκολούθησεν η Νεροφίδα, κ' εγώ καμμιά σκούνα, και γένω καπετάνιος, θα πάρω κ' ένα ρυμούλκι, να με τραβά πάντα. Κ' εγώ ξαπλωμένος θα φουμάρω το τσιμπουκάκι μου.