United States or Paraguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σ' την μέση θα μας έκοβεν, αν δεν μας εγλύτωνεν ο Άη-Νικόλας. Και μετ' ευλαβείας η Νεροφίδα διακόψας την διήγησιν έκαμε τον σταυρόν του. Όλοι τον εμιμήθημεν. — Είδατε, μωρέ παιδιά, το ασημένιο καραβάκι; Εξηκολούθησε πάλιν η Νεροφίδα.

Και διακόπτων η Νεροφίδα την διήγησιν, μοι λέγει: — Το βλέπεις, μωρέ παιδί μου, το βλέπεις εκείνο το πανί μπροστάτην πλώρη, το μέσα φλώκο, πού είνε θηλυκωμένοτο πλωριό κατάρτι; Δεν μου λες, τανοίξαμε αυτό ψες; Αυτό, μωρέ παιδί μου, ανοίγει μονάχα, όταν όλα τα άλλα είνε καταιβασμένα. 'Σ τον μεγαλείτερο κίνδυνο, να πούμε. Τότε το καράβι μονάχα, με το πανί αυτό, παραδέρνει μισορρουφισμένο.

Έλεγεν η Νεροφίδα, ξαπλωμένος ο γέρων ναύτης, — έλεγε πώς ήτο αδιάθετοςπαρά το μαγειρείον, οπόθεν εξήρχετο ευώδης η ορεκτική οσμή του παρασκευαζομένου αλιπάστου κρέατος διά το πρόγευμα. Περί αυτόν οι ναύται έξαινον στυππείον, διότι ο πλοίαρχος είχεν επαναλάβει πάλιν ειπών ότι «η μόνη τέχνη που δεν περνά είναι η τεμπελιά».

Ο γέρο-ναύτης ο Μπάρμπα-Μήτρος, η Νεροφίδα αποκαλούμενος μεταξύ των πληρωμάτων, διά την πονηρίαν του, γηράσασαν πονηρίαν, ο πάντοτε διολισθαίνων ως ποτάμια έγχελυς από μέσα από τα φοβερά δίκτυα του κινδύνου, μ' επείραζε συνεχώς με το νυκτερινόν κολύμβημα, ως απεκάλει της νυκτός την τρικυμίαν.

Σαν αποχτήσω, βρε παιδιά, εξηκολούθησεν η Νεροφίδα, κ' εγώ καμμιά σκούνα, και γένω καπετάνιος, θα πάρω κ' ένα ρυμούλκι, να με τραβά πάντα. Κ' εγώ ξαπλωμένος θα φουμάρω το τσιμπουκάκι μου.

Και μετά μικρόν ανάψας το τσιμπουκάκι του η Νεροφίδα, αλλά-Ιγγλέζα, επανέλαβε: — Πού να σε είχα, μωρέ παιδί μου, εδώ και πέντε χρόνια με του καπετάν Φώκα την πρωτοτάξειδη σκούνα. Φορτώσαμε κάρβουνοτον Όλυμπο για την Αλεξάντρα. Και κει που σηκωθήκαμετα πανιάώρα εσπερινού — , καταιβάζει, μωρέ γυιέ μου! Θεέ Δημητρίου. Χειμώνας καιρός βλέπεις. Του Αγίου Αντρέως.