Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Και ανάψας ο γέρων το τσιμπούκι του και λαβών ψιχία ήρχισε να μοιράζη κάτω εις τους ιχθύς. Αλλ' οι ιχθύες εκοιμώντο. Η δε λάμψις του πυρσού εις μάτην ανεμόχλευε κάτω τον σκοτεινόν πυθμένα. Έβλεπε μόνον ο πρεσβύτης τα σαπφείρινα θαλάμια των μουγκρίων, και τας μόλις διακρινομένας φωλεάς του οκτάποδος.

Και μετά μικρόν ανάψας το τσιμπουκάκι του η Νεροφίδα, αλλά-Ιγγλέζα, επανέλαβε: — Πού να σε είχα, μωρέ παιδί μου, εδώ και πέντε χρόνια με του καπετάν Φώκα την πρωτοτάξειδη σκούνα. Φορτώσαμε κάρβουνοτον Όλυμπο για την Αλεξάντρα. Και κει που σηκωθήκαμετα πανιάώρα εσπερινού — , καταιβάζει, μωρέ γυιέ μου! Θεέ Δημητρίου. Χειμώνας καιρός βλέπεις. Του Αγίου Αντρέως.

Χριστός βοσκρές! ανεκραύγασε τότε ο Καπετάνιος εν εκστάσει· και ανάψας την λαμπάδα του έβλεπεν ως εν προσευχή προς τους μαύρους επάνω θόλους. — Χριστός βοσκρές! Επανέλαβε και ο κυρ-Μιχάλης· και ήναψε και αυτός την λαμπάδα του, ευλαβής προσήλυτος του Καπετάνιου, αναμένων πιστώς μίαν τοιαύτην νύκτα την αφύπνισιν του Αγίου Βασιλέως.

Δεν σ' εγέννησε βεβαίως ο Ατρεύς ίν' απολαύης πάντων των αγαθών του βίου. Και συ ακόμη οφείλεις να χαίρης και να λυπήσαι ως πας άλλος, διότι και συ εγεννήθης θνητός. Ό,τι θέλουν οι θεοί, αυτό και θα γίνη, είτε συ το θέλεις είτε μη. Αλλά βλέπω ότι, ανάψας την λυχνίαν, γράφεις το γράμμα αυτό, το οποίον εις τας χείρας σου κρατείς, και σβύνεις πάλιν ό,τι έγραψας.

Ταύτα παραγγείλας ο Δαρείος εις τους υπολειπομένους και ανάψας πυρά, διευθύνθη ταχέως προς τον Ίστρον. Μείναντες δε μόνοι οι όνοι, τόσον μάλλον εφώναζον ένεκα τούτου, και οι Σκύθαι ακούοντες τας φωνάς αυτών πληρούσας, όλην την χώραν, ενόμιζον ότι οι Πέρσαι ήσαν εκεί ακόμη.

Και εκάη ο λαμπρός εκείνος άνθρωπος όπως ο Εμπεδοκλής, με την διαφοράν μόνον ότι ο μεν Εμπεδοκλής εφρόντισε να πέση κρυφίως εις τον κρατήρα του ηφαιστείου, ο δε ηρωικός Περεγρίνος εξέλεξε την μεγαλειτέραν των Ελληνικών πανηγύρεων και ανάψας όσον το δυνατόν μεγαλειτέραν πυράν, ανέβη εις αυτήν ενώπιον τόσων θεατών, αφού προ ολίγων ημερών είχεν εκφωνήση προς τους Έλληνας λόγον περί του μέλλοντος τολμήματός του.

Ο φαιδρός και πρόθυμος πάντοτε Γιαννάκης, ο υιός του πλοιάρχου, αλλαγμένος γαλάζιαν βλούζαν, εκτελεί χρέη καμαρώτου, παθόντος εκ ναυτίας του τοιούτου και κοιμωμένου ακόμη, και ανάψας κηρίον και θέσας πυρ μετά θυμιάματος εις το ορειχάλκινον στιλπνόν θυμιατήριον, θυμιά πρώτον ευλαβώς την εικόνα του Αγίου Νικολάου, μικράν επάργυρον, κρεμαμένην από τινος δοκού εν τη άκρα του θαλάμου, και είτα πάντας τους λοιπούς, ψάλλων και το μεγαλυνάριον του Αγίου «Ορφανών προστάτην.... » Τέλος ασπάζονται πάντες την εικόνα του θαλασσινού ιεράρχου ευωδιάζουσαν θάλασσαν ως να ηγωνίζετο και ο Άγιος με τους ναύτας όλην την νύκτα παλαίων κατά των κυμάτων.

Τόσα μόνον στην Ελλάδα το συνέδριον αφίνει; Τούτο, κύριοι, δεν είνε αληθής δικαιοσύνη, Κι' είμαι όλος εναντίος εις αυτάς τας αποφάσεις.— — Αυτά είπ' ο Δεληγιάννης, και ο κύριος Ανδράσσυς, —Έλα δα και συ, του είπε, δέξου τα αυτά ευθύς, Και τον λόγον μου σου δίδω πως θα ευχαριστηθής. Και ανάψας μία πίπα ο κυρ Θόδωρος χρυσή, Έσκυψε την κεφαλή του και εφώναξε «Μερσί».

Μόνος ο πηδαλιούχος, κουκουλωμένος ακόμη με τον χειμερινόν μουσαμάν του, ίσταται παρά το πηδάλιον, και ο φρουρός της πρώρας, ανάψας το εικοστόν σιγάρον κατά την τετράωρον βάρδιάν του, βρεγμένος ακόμη με τον κηρωτόν μουσαμάν του, φρουρεί. Τα πανιά! όλα επάνω τώρα. Και ο μοναχογυιός κόντρας ο λεπτοκαμωμένος, ο γαλαζοαίματος.

Και τώρα ακόμη οπού όλον το πλήρωμα με ζηλευτήν αγάπην άκουε το Χριστουγεννιάτικον άσμα, αυτός ανάψας την πίπαν του, έβγαζε καπνόν και από το στόμα και από τα μάτια, γυρισμένος ανάποδα σαν να είχεν, ο ιδιότροπος, άλλην παρέαν ξεχωριστήν, την πικρίαν και οξυχολίαν του.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν