Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Το ψύχος ην δριμύ, καυστικόν — πώς καίει και το ψύχος! — κοκκινίζον και παγόνον τα ώτα ιδίως, τα οποία προσεπάθουν οι πέντε άνδρες να προφυλάξωσι, καταβιβάζοντες τα πετσία του κασκέτου ένθεν και ένθεν. Εμπρός προηγείτο, έκτος αυτός, εγχώριος ποιμήν κουκουλωμένος εντός της βαρείας κάπας του ως κορμός δρυός ή πλατάνου ογκώδης.
Διότι αφού έρριψεν από του παραθύρου τελευταίον βλέμμα εις τον αγαθόν κτηματίαν, όστις καλά κουκουλωμένος με την γούναν διεσκέλιζε της χιονώδους οδού τα ίχνη, ήρχισε να παρασκευάζη τα διά την ζύμην χρήσιμα εν αφθονία. Αγρίως μεγαλοπρεπές ην το θέαμα της χιονισμένης νήσου έξω.
Ο γέρω-Αρνάκιας, κουκουλωμένος με την καπίτσαν του εις τον Άγιον Ιωάννην σ' το Κάστρο, όπου έβοσκε τ' αρνάκια του, επανειλημμένως έκαμνε τον σταυρόν του: — Άι Γιάννη μ' τι πράμα νάνε αυτό! τι πράμα νάνε αυτό, Άι Γιάννη μ'! Και έβλεπεν ακίνητος, τρέμων από του φόβου: Υψηλόσωμος άνθρωπος, κουλουριασμένος τοξοειδώς, εις το χείλος αποτόμου σκοπέλου, έκλινε προς το κύμα, ως να έπλυνε τους πόδας του.
«Καβάλλα απάνω σ' ένα γερό, ώμορφο και ψηλό άλογο, και κουκουλωμένος με μια μεγάλη καππότα, έμπαινα με μεγάλη χαρά στα πολυπόθητα σύνορα του χωριού μου, ύστερα από νυχτοπερπάτημα δέκα πέντε ωρών, δρόμο δέκα πέντε μερών και ξενιτειά δέκα πέντε χρονών, μακρυά, πολύ μακρυά, σε ξένα σύνορα και σε ξένα βασίλεια....
Εμπρός, εν τη πρώρα, ο κυρ-Δημάκης κουκουλωμένος υπό την χλαίναν του ως αμνάς γονατισμένη, εθεώρει τον πυθμένα, όστις ήρχιζε να διακρίνηται πολύχρωμος, πολυσχιδής, προσεγγιζούσης της λέμβου πρός τινα ξηράν νησίδα, πρό τινος ερήμου όρμου άδων το φαιδρόν τραγουδάκι του, ίνα μετριάζη την κατήφειαν, ήτις εξηκολούθει να περιβάλη το άκακον πρόσωπόν του ως μαύρη σκέπη.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Τι κακό! Ε συ! αποκοιμήθηκες; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Όχι, μα τον Απόλλωνα. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Τίποτε δεν θυμήθηκες; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ω, μα τον Δία, τίποτε. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Τίποτε; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Έχω φέρη, — αυτό και μόνο: την ψωλή μέσ' στο δεξί μου χέρι. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Πώς; γρήγορα δεν θα σκεφθής κουκουλωμένος κάτι; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Κανενός τους τόκους να πληρώσω δεν θέλω, και το άκουσες χίλιες φορές.
Μόνος ο πηδαλιούχος, κουκουλωμένος ακόμη με τον χειμερινόν μουσαμάν του, ίσταται παρά το πηδάλιον, και ο φρουρός της πρώρας, ανάψας το εικοστόν σιγάρον κατά την τετράωρον βάρδιάν του, βρεγμένος ακόμη με τον κηρωτόν μουσαμάν του, φρουρεί. Τα πανιά! όλα επάνω τώρα. Και ο μοναχογυιός κόντρας ο λεπτοκαμωμένος, ο γαλαζοαίματος.
Μα αν είναι αφτός που εγώ θαρρώ, αν ο Διομήδης είναι, με δίχως χέρι αφτός θεού δεν κάνει τόσο θρήνος, 185 Μον κάπιος δίπλα τον βοηθάει θεός, κουκουλωμένος 186 με καταχνιά. Τι τούρηξα πολιώρα και τον βρήκα 188 δεξά στον ώμο, διάμεσα του τσαπραζού ως αντίκρυ· κι' έλεγα εγώ πως τούσκαψα το λάκκο, μα στον τόπο 190 δεν έμεινε... κάπιος μαθές θεός μας κατατρέχει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν