United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εθεώρησε τότε τα πέλαγος μήπως διακρίνη άλλην λέμβον πλέουσαν, πλην ο πόντος ηπλούτο άγριος, έρημος. Οι οφθαλμοί του έκαμνον άσπρα-άσπρα. Έκλεισεν αυτούς ιλιγγιών. Εσκέφθη τότε ότι αύριον ήσαν Χριστούγεννα. Η δημοπρασία θα εγίνετο την άλλην ημέραν. Δεν θα έλθη έως αύριον βράδυ καμμία βάρκα; Επραΰνθη προς την σκέψιν του ταύτην. Και ησθάνθη τότε το ρίγος του κρυερού, χιονώδους ανέμου.

Την επιούσαν της στέψεως, καίτοι μεσούντος του θέρους, πάσαι της Ρώμης αι αγυιαί εσκεπάζοντο υπό χιονώδους σινδόνος, ως ει ήθελεν η αγία πόλις να κηρύξη το πένθος της, ενδυομένη ως νεκρικόν σάβανον την πένθιμον του χειμώνος στολήν.

Και ιστάμενος εν θάμβει, την εθεώρουν, την εκαμάρωνα, με πόθου διψαλέα όμματα, λαμποκοπούσαν εις την εσπερινήν φωτοβολίαν, με μίαν κάτασπρην γραμμήν, μεταβλητήν· εκ βρόχου χιονώδους ταινίαν, περιθέουσαν την άκραν του υψηλού της παραπέτου, με το σπιράγιο της πρύμνης κατάλευκον, τετράγωνον βωμόν του θαλασσινού Θεού, με τον Ηρακλέα ξύλινον, επί της υψηλής, της αρρενωπής πρώρας της, πολιόν αργοναύτην, λευκανθέντα εις των κυμάτων την πυκνήν βροχήν.

Ηγείρετο την αυγήν με το ονάριόν του, και έτρεχε και αυτός εις τους ελαιώνας με τας φαιδράς συντροφίας των γυναικών, αίτινες αφού πίωσι κανένα σερμπέτι, ή φάγωσι τηγανίτας ή πολτόν εξ αραβοσιτίνου αλεύρου, θερμαντικώτατον, εξέρχονται πρωί πρωί, κρατούσαι εις χείρας τας κόφας κενάς, και ως χλανίδια θέτουσαι περί την κεφαλήν τους κενούς σάκκους, ίνα προφυλάσσωσι τα τρυφερά νώτα των από του χιονώδους βορρά.

Ο Βινίκιος ανεκλίνετο πλησίον αυτής, πλήρης νεότητος, ρώμης, έρωτος. Και έπινε διαρκώς οίνον. Αλλά περισσότερον από τον οίνον, το θαυμάσιον εκείνο πρόσωπον, οι βραχίονες οι γυμνοί, το παρθενικόν της Λιγείας στήθος, και το σώμα εκείνο, το οποίον άφιναν να μαντεύη τις αι πτυχαί του χιονώδους πέπλου, τον εμέθυσκον περισσότερον.

Μερικά όρνεα μεγάλα, όσα δεν κατεπλακώθησαν εντός των χασμάδων των βράχων, καταφυγόντα υπό τινας κλάδους ελαιών ημιφαινομένους επάνω- επάνω ως θάμνους του χιονώδους πεδίου, ακούοντα τα αιφνίδια πατήματα των έξ οδοιπόρων, εξετρύπονον φοβισμένα, κατεπλήσσοντα είτα περισσότερο σαστίζοντα προς την λευκήν θέαν, και πάλιν ετρύπονον πτήσσοντα εις τους αυτούς των ελαιών κλώνους, απολέσαντα τας φωλεάς των.

Ό,τι όμως ενθυμούμαι καθαρώτατα είναι η εικών της Λιγείας μου· ήτο υψηλή το ανάστημα και λεπτοφυής, κατά δε τας τελευταίας ημέρας του βίου της είχε καταστή κάτισχνος, το βάδισμά της ήτον ήρεμον και μεγαλοπρεπές και περιεπάτει ελαφρά, ως σκιά, οσάκις δε εισήρχετο εντός του σπουδαστηρίου μου την ηννόουν μόνον εκ της επιθέσεως της χιονώδους χειρός της επί του ώμου μου.

Εγκαταλελειμμένον πέτρινον οικοδόμημα πέραν του χιονώδους πελάγους παρέσχε προστασίαν να διανυκτερεύσουν· εδώ ηύραν ξυλάνθρακας και κλωνάρια ελάτης. Αμέσως άναψαν φωτιά, ετοίμασαν τα στρώματα, όσον τους ήτο δυνατόν καλύτερα.

Διότι αφού έρριψεν από του παραθύρου τελευταίον βλέμμα εις τον αγαθόν κτηματίαν, όστις καλά κουκουλωμένος με την γούναν διεσκέλιζε της χιονώδους οδού τα ίχνη, ήρχισε να παρασκευάζη τα διά την ζύμην χρήσιμα εν αφθονία. Αγρίως μεγαλοπρεπές ην το θέαμα της χιονισμένης νήσου έξω.