United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετ' ολίγα λεπτά της ώρας την ηύραν πνιγμένην μέσα εις μεθυστικόν ρευστόν του Διονύσου. Το πώς εχάθη ο πατήρ του ολίγους μήνας μετά τον δεύτερον γάμον, δεν έμαθε ποτέ ούτε αυτός ο Στάμος, ούτε αι θείαι του, ούτε παππάς, ούτε πνευματικός, ούτε κανείς άλλος εις τον τόπον.

Μα πηγαινάμενοι οι φύλακες δεν ηύραν κανέναν, επειδή και αρπάχθηκαν και αυτοί από τους δούλους του Αβικένα τον ίδιον καιρόν, που αρπάχθη και ο αυθέντης τους.

Όταν εξύπνησαν το πρωί και ηύραν την κλίνην της Αϊμάς αδειανήν, ηπόρησαν, και ήρχισαν να σταυροκοπούνται. Την επερίμεναν έως το μεσημέρι, αλλά πούποτε δεν εφάνη. Τότε ο γέρο Γύφτος έστειλε τους δυο υιούς του δεξιά και αριστερά, αλλά δεν ειμπόρεσαν νανακαλύψουν τίποτε. Ο Τρανταχτής, όστις ειξεύρει όλα τα μυστικά των, τους ελυπήθη και ανέλαβε να φροντίση.

ΡΩΣ Να κι' ο Μακδώφ! — Αι, φίλε μου, ο κόσμος πώς τα 'πάγει; ΜΑΚΔΩΦ Και δεν τον βλέπεις; ΡΩΣ Τους φονείς τους ηύραν τίνες είναι; ΜΑΚΔΩΦ Εκείνοι που εφόνευσεν ο Μάκβεθ! ΡΩΣ Ω Θεέ μου! Και τι καλόν επρόσμεναν; ΜΑΚΔΩΦ Άλλοι τους είχαν βάλλει. — Του βασιλέως τα παιδιά, ο Δοναλβαίν κι' ο Μάλκολμ, κρυφά κ' οι δύο έφυγαν, ώστ' είναι υποψία ότ' είν' εκείνοι ένοχοι. ΡΩΣ Και τούτο παρά φύσιν!

ΧΟΡΟΣ Τι κάνεις; Τέτοια συμφορά σ' ευρήκε κι' όμως θέλεις τον ξένον σου να τον δεχθής, να τον φιλοξενήσης; ΑΔΜΗΤΟΣ Τάχα θα μ' επαινούσατε αν έδιωχνα τον ξένο από το σπίτι μου εδώ κι' από την πόλι; Όχι. Η συμφορά λιγώτερη βεβαίως δεν θα ήτο και μόνο εγώ αφιλόξενος θα ήμουν. Μέσα σ' τάλλα κακά που μ' ηύραν θάλεγε ο κόσμος πως ακόμη είμαι και αφιλόξενος και δεν τιμώ τους ξένους.

Την άλλη μέρα το ηύραν ψαράδες ανάμεσα στα δυο νησιά, εκεί πέρα . . . . Το είχε ρουφήξει το μάτι της λίμνης, και το είχε ξεράσει, πέρα κει, ο αφαλός της θάλασσας . . . Τ' αλλουνού παραπαππού μου πάλι, του παππού της μάννας μου, του είχε φύγει μια μέρα η μαγγούρα του, κει που πήγε να νιφτή, και καθώς ήταν ξερή κ' ελαφριά, την επήρε το κύμα, και δεν ημπόρεσε να την φτάση, γιατί, ως που να βγάλη τα τσαρουχάκια του να πατήση μες το νερό, η μαγκούρα του επήγε μακρυά, κι' ο παραπαππούς μου, Θεός σχωρέσ' τον, θα βουλιούσε να πάη παρά μέσα στο βούρκο.

αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• 380 «Ω Θε μου, πόσο ανήλικον, ω Εύμαιε χοιροτρόφε, σ' έρριξε η μοίρ' απ' τους γονείς μακράν και απ' την πατρίδα! και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω• εάν τότ' ερημώθηκε πλατύδρομη ανδρών πόλις, οπού ο πατέρας και η σεπτή μητέρα σου εκατοίκαν• 385 ή σ' ηύραν άνθρωποι κακοί με τα κοπάδια μόνον, σ' επήραντα καράβια τους, κ' εκείθε σ' επεράσαντου ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός σ' έχει αγοράσει».

Και παρακάτω ηύραν άλλα πάλι κιτρινολούλουδα που φέγγανε σαν άστρα μες τα χόρτα. . κι απ' αυτά έκοβαν, έκοβαν και γέμιζαν τις αγκαλιές τους και τάστρα έγερναν απάνω στα στήθη τους για να τα φωτίσουν.

Να δώσουν γλήγωρο τέλος σε ταύτην τους την ασυμφωνίαν, ήταν τίποτες ως προς την καλήν τους προαίρεσιν, αλλά για να απομείνουν όλοι τους ευχαριστημένοι, χωρίς υποψίαν και του παραμικροτέρου σκαντάλου υστερώτερα, και για να γίνουν όλα με κάποιαν τάξην, ηύραν εύλονο να διαλέξουν, απ' όλον τον κλήρον των λογιοτάτων, οχτώ, όσα είναι και τα μέρη του λόγου, και να τους στείλουν σ' όλη την Γραικίαν, για να κάμουν της χρειαζούμεναις παρατήρησαις στην τωρηνή μας γλώσσαν, όθεν να λάβουν ένα φως στον αμέτρητα επαινετόν τους σκοπόν.

Εγκαταλελειμμένον πέτρινον οικοδόμημα πέραν του χιονώδους πελάγους παρέσχε προστασίαν να διανυκτερεύσουν· εδώ ηύραν ξυλάνθρακας και κλωνάρια ελάτης. Αμέσως άναψαν φωτιά, ετοίμασαν τα στρώματα, όσον τους ήτο δυνατόν καλύτερα.