Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Αλλά ο Τριστάνος είχε φύγει. Ηύρε τον ιπποκόμο του και μ' ένα ελαφρό πήδημα βρέθηκε στη σέλλα. «Τρελλέ, είπε ο Γκορνεβάλης. Γρήγορα ας φύγουμε απ' αυτόν το δρόμο». Έφθασε τέλος στο ερημητήριο όπου ηύραν να τους περιμένουν τον ερημίτη που παρακαλούσε και την Ιζόλδη που έκλαιγε. Ο Μάρκος ξύπνησε τον εφημέριο και γραμματέα του και τούδωσε το γράμμα.
«Όπου έτρωγε στην πείνα της τα μαύρα τα παιδιά της». Βεβαιόνουν πολλοί κυνηγοί, ότι ηύραν αλεπού να τρώη στην πείνα της τα μικρά της. Ο Λαός πιστεύει πολύ αυτή την αφιλοστοργία της αλεπούς. Αν λαλήση η κουκκουβάγια σε κατοικημένο σπίτι, θάνατος κι’ ερημιά θα το επακολουθήση. Είναι πολύ απαίσιο το λάλημα του μπούφου στα μαύρα τα σκοτάδια, μέσα στα σύδεντρα και στα λακκώματα.
Οι πλειότεροι απ' τα Γιάννινα ηύραν εδώ κρυψώνα· Εδώ τον πρώτο πέρασαν του χαλασμού χειμώνα. Εδώ ο Κώστας έφερε κι' αυτός την φαμηλιά του, Τη μάνα, τον πατέρα του, τη Λένη τα παιδιά του. Εδώ κ' εγώ 'γεννήθηκα, εδώ τον ήλιο είδα, Αυτά τα βράχια τα 'ψηλά έχω εγώ πατρίδα.
Μισεύοντας το λοιπόν από εκεί, επέρασαν τον ποταμόν Ηρτύχ, και ύστερα από πολλές ημέρες έφθασαν εις την γην της φυλής της Μπέρλας, και εσταμάτησαν εις την πρώτην τένταν που ηύραν, επειδή και εκείνοι κατοικούν όλοι εις τέντες.
Ο Γκορνεβάλης έρχεται αθόρυβα, με το κεφάλι του σκοτωμένου στο χέρι. Όταν οι κυνηγοί ηύραν κάτω από το δέντρο το ακέφαλο σώμα, αλληστρατισμένοι, σα να τους κυνηγούσε κι' όλα ο Τριστάνος, τούδωσαν στα τέσσερα, καταπράσινοι από το φόβο. Από τότε, κανείς πεια δεν ήρθε να κυνηγήση στο δάσος.
Να 'πώ το πώς, θα ήναι κοντά 'ς αυτά τα θύματα και σε να θανατώσω. ΜΑΛΚΟΛΜ Θεέ ελέους κ' οικτιρμών! — Και συ, μη τα σκεπάζης, άνθρωπε, τα 'μάτια σου. Δόσε φωνήν 'ς την λύπην! Όταν η λύπη σιωπά και λόγια δεν ευρίσκη, κρυφολαλεί με την καρδιάν και να σχισθή της λέγει! ΜΑΚΔΩΦ Και τα παιδιά μου; ΡΩΣ Όλους σου, — παιδιά, γυναίκα, δούλους, όσους κι αν ηύραν!
Ο βασιλεύς μην ημπορώντας το λοιπόν να με διαχωρίση από την μάγισσαν, έκραξεν ευθύς τον βεζύρ Αλή, και την γυναίκα του και τους εδιηγήθη το συμβάν. Εξέταξαν αυτοί διά να με γνωρίσουν, αλλά μας ηύραν απαράλλακτες και τες δύο, και δεν εστάθη δυνατόν να μας διαχωρίσουν.
Ετέντωσε τα πτερά του και εκτυπούσε το κλουβί απελπισμένα· αντί να κελαδή γλυκά καθώς άλλοτε, έλεγε πι, πι, και ανεστέναζεν. Έπειτα έγυρε την κεφαλήν του και έσκασεν από λύπην και στέρησιν. Την αυγήν ήλθαν τ' αγόρια και ηύραν το πουλάκι ψοφισμένον και έκλαυσαν, Έκλαυσαν και έσκαψαν ένα μικρόν λάκκον και το έθαψαν και εφύτευσαν άνθη απ' επάνω.
Με όλον που ακόμη ο Καλίφης δεν το επίστευε, δεν άφησε να βεβαιωθή· έστειλεν ευθύς το σκλαβόπουλο με ένα δούλον διά να του τον φέρουν έμπροσθέν του, οι οποίοι πηγαινάμενοι τον ηύραν ακόμη, που εκάθονταν εις τον ίδιον τόπον. Το σκλαβόπουλο ωσάν εβεβαιώθη καλά πως ήτον αυτός, έπεσεν εις τα ποδάρια του Αμπτούλ και του τα εφιλούσεν.
Και θα γυρίσουν νικηφόρες πίσω στα πατρογονικά μας τα Λιμάνια, στον δοξασμένο θρόνο του αναστημένου μας του Βασιλιά. Ωιμέ η πίστις και τα όνειρα! Από τα τόσα τέρατα ναι, μόνον εκείνες ηύραν την αθανασία. Τον Μπάρμπα — Καληώρα τον υποναύκληρο, συχνά θέλουν να τον πειράζουν οι σύντροφοί του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν