United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι Μώροι με έφεραν υποκάτω εις μίαν μεγάλην τένταν, εις την οποίαν ελόγιαζα να γένω θυσία· μα μία Μώρα γυναίκα, που εφανερώθη έμπροσθέν μου, εδιάλυσε αυτόν τον φόβον· μη φοβάσαι, ω νέε, μου λέγει αυτή· εσύ δεν συναπαντάς την τύχην των συντρόφων σου· η βασιλοπούλα Ουσνάρα, κυρία μου, σου φυλάττει μίαν καλυτέραν· εγώ δεν σου μιλώ τίποτε, διατί αυτή η ίδια θέλει σου φανερώσει την καλήν σου τύχην· εγώ είμαι η πιστή της σκλάβα, και έχω θέλημα, να σε εμβάσω εις τον οντά της, εκεί που αυτή με μεγάλην ανυπομονησίαν σε καρτερεί.

Ο βεζύρης τον υπήκουσε, και μας επήρε και μας έφερεν εις μίαν τένταν, που εχρησίμευε διά φυλακή, και έκαμε να μας δώσουν κεχρί, ρίζι, και άλλα φαγητά διά να γενούμε παχύτεροι διά την θυσίαν. Την ακόλουθον ημέραν έρχονται δύο Μώροι, και παίρνουν έναν από τους συντρόφους μας και τον έφεραν του όφεως.

Τότε εγώ ευχαρίστησα την βασιλοπούλαν Ουσνάραν διά τες ευεργεσίες της, με όλον που ήμουν αποφασισμένος καλύτερον να αποθάνω, παρά να κλίνω εις την θέλησίν της· και ένας Μώρος, που απ' αυτήν εκράχθη, με εσυντρόφευσεν εις την τένταν μου. Δεν ημπορώ να διηγηθώ, τι λογής ήτον η χαροποίησις του Σαέδ, οπόταν με είδεν.

Ο Αράπης με όλον που ήτο κλέπτης επαρακινήθη εις σπλάγχνος, και ξεπεζεύοντας έβγαλε την Ρεσπίναν από τον λάκκον και την έβαλεν οπίσω από το άλογόν του, και καβάλλικεύοντας και αυτός εμίσευσεν. Αυθέντη του λέγει η Ρεσπίνα, που έχεις να υπάγης; εις την τένταν μου, απεκρίθη αυτός, η οποία δεν είναι πολλά μακρυά.

Ως τόσον ύπαγε, ω αγαπημένε μου νέε, εις την τένταν σου να ησυχάσης, και να φέρης και του συντρόφου σου την χαροποιάν είδησιν, που μέλλει να πάρη την αγαπημένην μου σκλάβαν εις γυναίκα· χαρήτε ανάμεσόν σας και ευχαριστείτε την τύχην σας, που αντί να επιτύχετε την συμφοράν των συντρόφων σας, επιτυχαίνετε την μεγαλυτέραν ευτυχίαν του κόσμου.

Και αφού διά αρκετόν διάστημα εθεωρούσα εκεί, βλέπω αιφνιδίως, να έβγη από την τένταν ο δράκων, και σηκωνόμενος εις τον αέρα με μεγάλην ορμήν, έγινεν άφαντος από τα μάτιά μου.

Και εις αυτό το αναμεταξύ που αυτοί ούτως ήτον συγχισμένοι, εγώ σηκωνόμενος εις τον αέρα απόλυσα μίαν χάλαζαν από πέτρες που είχα, επάνω εις την τένταν την βασιλικήν και ολοτρόγυρα που τους έκαμα όλους να τρομάξουν και πολλοί στρατιώται έμειναν λαβωμένοι, και άλλοι σκοτωμένοι· όθεν εδόθη φωνή πως βρέχει πέτρες επάνω εις την τένταν του βασιλέως, και αυτή η είδησις εκοινολογήθη εις όλον το στράτευμα, τόσον που εμβαίνοντας εις μέγαν φόβον εδόθηκαν εις φυγή, λέγοντες πως ο προφήτης ήτον θυμωμένος εναντίον του Κασέμ.

Επειδή προς το μέσον της νυκτός επλακωθήκαμεν αιφνιδίως από έναν μέγαν αριθμόν Μαύρων, οι οποίοι εμβήκαν εις το καράβι μας, και φορτώνοντές μας σίδηρα μας έφεραν εις τες κατοικίες τους. Ερχομένης δε της ημέρας, αυτοί οι Μώροι μας έφεραν εις μίαν τένταν μεγάλην, εις την οποίαν είχε την κατοικίαν του ο βασιλέας τους.

Μισεύοντας το λοιπόν από εκεί, επέρασαν τον ποταμόν Ηρτύχ, και ύστερα από πολλές ημέρες έφθασαν εις την γην της φυλής της Μπέρλας, και εσταμάτησαν εις την πρώτην τένταν που ηύραν, επειδή και εκείνοι κατοικούν όλοι εις τέντες.

Αφού εξεμάκρυνεν αυτός ο δράκων, επήρα θάρρος, και γεμάτος από περιέργειαν εκίνησα προς την τένταν, διά να ιδώ τι άνθρωπος ήτον εκείνος που εκεί εκοιμώνταν και εμβαίνοντας μέσα εις αυτήν, τον είδα ωσάν να εκοιμώνταν, ο οποίος έδειχνε πως ήτον έως εκατόν είκοσι χρονών ηλικίας, και εφαίνονταν πως να ήτον ακόμη ζωντανός, με όλον που ήταν πολλοί αιώνες που ήτον αποθαμμένος· εστάθηκα καμπόσον διά να στοχασθώ με επιμέλειαν· επήρα έπειτα την κασσέλαν την χρυσήν, εις την οποίαν είχε το χέρι του ακουμπισμένον, και ανοίγοντάς την έβγαλα κάποια σανιδάκια παλαιά επάνω εις τα οποία έστεκαν γραμμένα τα ακόλουθα λόγια· «Ασή, υιός του Βραχία, και μέγας βεζύρης του Σολομώντος, είμαι εγώ που εδώ με βλέπετε· εγώ βλέποντας πως επλησίαζα εις τον θάνατον, εδιάλεξα ετούτο το έρημον νησί, διά να αφήσω το θνητόν μου κορμί υποκάτω εις ετούτην την τένταν προς ωφέλειαν του ανθρωπίνου γένους.