United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όταν συνήλθα εις τον εαυτόν μου από τον φόβον· ω ελεεινόν θέαμα! βλέπω την βασιλοπούλαν εκείνην κατά γης ριγμένην, γυμνήν, πληγωμένην, κλαίουσαν, σχεδόν ημιθανή από τον δαρμόν. Τότε της λέγει το Τελώνιον· ιδού ο αγαπητικός σου, δεν είνε αυτός; ειπέ μου· αυτή γυρίζουσα προς με τα μάτια της, του λέγει· δεν γνωρίζω, ποτέ δεν τον είδα εκτός εις ταύτην την στιγμήν.

Αν και τούτο ήθελεν είνε, απεκρίθη ο βασιλεύς, μη στοχάζεσαι ότι έχω φόβον· ας πάμε προς αυτό το παλάτι λοιπόν να ιδούμε τι άνθρωποι το κατοικούν, και παύσε τώρα να μου παρασταίνης κινδύνους, επειδή και όσον μεγαλυτέρους μου παρασταίνεις τους κινδύνους, τόσον περισσότερον μου ανάπτεις την επιθυμίαν.

Όταν δε πολλάκις το ίδιον πάθημα υποφέρων ο πονηρός ίππος παύση από την υβριστικήν επιθυμίαν του, ταπεινωμένος ακολουθεί πλέον την διεύθυνσιν του ηνιόχου, και όταν ίδη πάλιν τον ωραίον, χάνεται από φόβον· ώστε τότε μόνον συμβαίνει η ψυχή του εραστού ν' ακολουθήση τον αγαπώμενον εντροπαλή και δειλή!

Οι Μώροι με έφεραν υποκάτω εις μίαν μεγάλην τένταν, εις την οποίαν ελόγιαζα να γένω θυσία· μα μία Μώρα γυναίκα, που εφανερώθη έμπροσθέν μου, εδιάλυσε αυτόν τον φόβον· μη φοβάσαι, ω νέε, μου λέγει αυτή· εσύ δεν συναπαντάς την τύχην των συντρόφων σου· η βασιλοπούλα Ουσνάρα, κυρία μου, σου φυλάττει μίαν καλυτέραν· εγώ δεν σου μιλώ τίποτε, διατί αυτή η ίδια θέλει σου φανερώσει την καλήν σου τύχην· εγώ είμαι η πιστή της σκλάβα, και έχω θέλημα, να σε εμβάσω εις τον οντά της, εκεί που αυτή με μεγάλην ανυπομονησίαν σε καρτερεί.

Άλλως τε ο υψηλός γέρων ασφαλισθείς απ' αυτόν εκείνον, τον οποίον είχε παρακινήσει να φονεύση τον Γλαύκον, ωμοίαζε πολύ ολίγον προς τον Έλληνα εκείνον τον κυρτωμένον από τον φόβον· εφόρεσε λοιπόν άλλον μανδύαν φροντίσας συγχρόνως να ρίψη επί της κεφαλής του ευρύχωρον γαλατικήν κουκούλαν εκ φόβου μήπως ο Ούρσος ενεθυμείτο τα χαρακτηριστικά του, όταν και οι δύο θα ευρίσκοντο εις το φως.

Ήλθεν η ιδία διά να μου ανοίξη· μα αντίς να με δεχθή με χαράν και αγαλλίασιν, που έπρεπε να της προξενήση το γύρισμά μου, άρχισε να φωνάζη μεγάλως ευθύς που με είδε. Πώς λοιπόν τότε της είπα, η θεωρία μου σου προξενεί φόβον· οι οφθαλμοί σου δεν με γνωρίζουν; ημπορώ εγώ να εμεταβάλθηκα τόσον, που να μη με εγνώρισες; κράξε ευθύς τον αδελφόν μου διά να μιλήσω με αυτόν.

Ο Καρούχ, δεν ημπόρεσε να ακούση αυτήν την ιστορίαν, χωρίς ν' αγροικήση, κάποιαν σύγχυσιν εις το πνεύμα του, και του ήλθε εις τον νουν, ότι αυτή η βασιλοπούλα είναι εκείνη, που είδεν εις τον ύπνον του, πως έφευγε τους άνδρας και τους εμισούσεν· όθεν έλαβε χαράν και θλίψιν· χαράν, επειδή και έμαθε τέλος πάντων ποία ήτον εκείνη που του έτρωσε την καρδίαν, και θλίψιν, ακούοντας την σληροκαρδίαν που είχεν εναντίον εις τους άνδρας, και που με κανένα τρόπον δεν ήθελε να ακούση υπανδρείαν, το οποίον πράγμα τον έβανε εις μέγαν φόβον· πως δεν θέλει λάβει το ποθούμενον όθεν άρχιζε πάλιν να δίδεται εις νέαν μελαγχολίαν· Εγώ όμως βλέποντάς τον έτσι, ευθύς του είπα· ω ακριβό μου βασιλόπουλο, μην φοβάσαι τίποτε· η ευτυχία σου είνε βεβαία, επειδή και τώρα ηξεύρομεν με τι υποκείμενον έχομεν να κάμωμεν· διά τούτο άφησε να κάμω εγώ, και του λόγου σου μη σε μέλει τίποτε και άλλο δεν ζητώ απ' εσένα, παρά να κάμης, καθώς σε ερμηνεύω.

Και έως που να περάσωμεν όλα εκείνα τα δάση, είδαμεν πολλά, φοβερά και ανεκδιήγητα είδη όφεων και άλλων θηρίων, όμως δεν εφοβήθημεν, επειδή εκείνοι οι κυνηγοί είχον κάποιο λάδι, που είχε μίαν δριμυτάτην μυρωδιάν και έφθανε μακράν έως ένα μίλιον, με το οποίον λάδι οι κυνηγοί έλειφον τα υποδήματά των και τα άρματα αυτών όθεν τα θηρία εκείνα και οι όφεις ευθύς που από ένα μίλιον μακράν ησθάνοντο την μυρωδιάν του λαδιού, έφευγον με μεγάλην ορμήν και φόβον· από το οποίον λάδι μου εχάρισαν αρκετόν εκείνοι, διά να το φυλάττω και το έχω έως την σήμερον.

Ηκούσθη ο κρότος του αγκυρίου και συνάμα νεαρά φωνή γυναικεία από της ακτής: — Ελάτε δα, χρονιάσατε! Από της λέμβου εξήλθε χαιρετισμός φαιδρός συγχρόνως παρ' όλων. — Ξέρς πως φοβήθ'κα! επανέλαβεν η έξω φωνή της αναμενούσης νεανίδος. — Η αγάπη γεννά τον φόβον· απεκρίθη ο γέρων πηδαλιούχος. — Απαντήσατε τίποτε; ηρώτησεν η αναμένουσα. — Δόξα σοι ο Θεός! ησυχία. Περάσαμε πολύ ώμορφα.

Την μεν λοιπόν σοφίαν, την οποίαν χρειάζεται ο άνθρωπος διά να ζήση, την έλαβε κατ' αυτόν τον τρόπον, την πολιτικήν όμως σοφίαν δεν την είχε, διότι ευρίσκετο πλησίον του Διός· εις δε τον Προμηθέα δεν επετρέπετο πλέον να εμβή εις την Ακρόπολιν που εκατοικούσεν ο Ζευς· εκτός δε τούτου και οι φύλακες του Διός επροξένουν φόβον· εμβήκεν όμως κρυφά εις το σπίτι που εκατοικούσαν μαζί η Αθηνά και ο Ήφαιστος και κατεγίνοντο εις τας τέχνας· και αφ' ου έκλεψε την τέχνην του Ηφαίστου, η οποία γίνεται με την φωτιά και την άλλην τέχνην της Αθηνάς, την έδωκεν εις τον άνθρωπον, και ένεκα τούτου ημπορεί ο άνθρωπος εύκολα να ζη· ο δε Προμηθεύς υστερώτερα εξ αιτίας του Επιμηθέως, καθώς λέγουν, ετιμωρήθη διά την κλοπήν.