United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εδώ κι’ εκεί σποραδικά στον μυρωμένον κάμπο Κένταγεν ώμορφα χωριά, χωριά και χωριουδάκια.

Καν με τι νου σοφίζεται Το πώς να τον γελάση. Και τη χαψιά να φτάση Οχ το κλαρί ψηλά. Κοντά στη ρίζα εζύγοσε 985 Και με ταπεινοσύνη, Πλαστήν αγαθοσύνη, Τα μάτια χαμπηλά, Κυρ Κόρακα, του φώναξε, Πετούμενο αντριομένο, 990 Με χάρες στολισμένο, Εγώ σε προσκυνώ, Ω! πόσο ωραία κ' ώμορφα Αστράφτουν τα λαμπρά σου Αμίμητα φτερά σου 995 Σε χρώμα έτζι σεμνό.

Έρχοντ' ύστερα η Ζαγορίσσιες κι η Βλάχισσες του Πίνδου, που δένουν τόσ' ώμορφα το μαντηλάκι τους στο κεφάλι και που συνειθίζουν να περικεντούν με κόκκινα και πλουμερά μεταξωτά γαϊτάνια τες καλοκομμένες κι αρμονικά ταιρισμένες στο λιγερό τους κορμί σάρικες· ανάμεσα σε τούτες η ωμορφιά δεν είνε σπάνια, κι όπου βρίσκεται προβάλλει στην εντέλεια, κ' ίσα ίσα κατ' αυτό πλειότερο παραλλάζουν από τες γυναίκες της Κόνιτσας.

Βάβω κι' αγγονιά, ενωμένες με την απεριόριστη αγάπη, που ενώνει τες βάβες προς τ' αγγόνια, και τ' αγγόνια προς τες βάβες, μ' ένα άγουρο μνήμα, που είχεν ανοιχτή στη μαύρη γη, και μια ψυχή, που περίμεναν και οι δύο μ' ανυπομονησία από την Ξενιτειά, καθισμένες εκεί παραστιάς η μια κοντά στην άλλη, σαν ονειροφάνταχτη συνέχεια της δημιουργίας της ανθρωπότητας, σχημάτιζαν ένα από τα πλειο συγκινητικά και τα πλειο ώμορφα συμπλέγματα, που μπορούσε να πλάση η φαντασία ενός καλού ζωγράφου.

ΒΕΡΑΘέλω να πω πως πέρασαν τόσα χρόνια. Μητέρες ξεχάσανε τα παιδιά τους τα πεθαμένα μέσα σε τόσον καιρό. . . ΦΛΕΡΗΣΤα λόγια σου είναι απελπιστικά, Βέρα. Βλέπω τι θέλεις να μου πης. Από τη μνήμη σου σβύστηκε εκείνο πού ζητώ να ξυπνήσω. Ίσως έχεις δίκιο. ΒΕΡΑΔε θέλω να πω αυτό. Ίσως δεν μπορώ να εκφρασθώ. Δε ξέρω να μιλώ με ώμορφα λόγια. ΦΛΕΡΗΣΉτανε φυσικό να ξεχάσης.. .

Δύο-δύο έφευγον αι φαιαί αγριοπεριστεραί. — Τι ώμορφα, πατέρα, τι ώμορφα, ανέκραξεν η Ελένη. — Γρήγορα θα έχωμεν γάμους, επροφήτευσεν ο γέρων. Τα βλέπετε; Δύο-δύο φεύγουν, και είνε οκτώ τα στακτερά περιστεράκια. Έτσι θα φύγετε και σεις δύο-δύο να πάτε ς' της φωλίτσες σας. Και ετραγούδησεν ο γέρων: Σαν τα πουλιά που φτέρωσαν πετούνε ένα-ένα τα όνειρα της νειότης μου τα μοσχοαναθρεμμένα.

Τότε εσηκώθηκε η Θαΐς και πρώτη εχόρευσε κι' εσήκωνε το φόρεμά της πολύ ψηλά κι' έδειχνε τα πόδια της, ωσάν τάχα μόνον αυτή τα είχε ώμορφα. Όταν δε έπαυσε, ο Λαμπρίας ο δικός της εσιώπα και δεν είπε τίποτε• ο Δίφιλος όμως είπε πολλούς επαίνους, εις την Θαΐδα, ότι εχόρευε με ρυθμόν και χάριν και ότι το βήμα της ηκολούθει με ακρίβειαν την κιθάραν, ότι το πόδι της ήτο κομψόν και άλλα πολλά τέτοια.

— 'Σ εσένα πέφτει ο κλήρος, παιδί μου Γιάννη, είπεν αποτεινόμενος προς τον Μπουκώσην. Σύρε να γεμίσης τα δυο σταμνιά, νάχης την ευκή του παπά μας, και σε καρτερούμε, δεν τρώμε... Πάρε και μια αναμμένη λαμπάδα να βλέπης στο δρόμο, και πάτει γερά, ώμορφα ώμορφα... να μη σπάσης τα σταμνιά, και το πάθης σαν το τραγούδι που λένε... και μας αφήσης κ' εμάς χωρίς νερό.

Διαβαίνει ο Χρόνης για να ιδή πηγαίνονταςτο σπήτι· » Πολλά τα έτ' μπουλούκμπαση» — «Καλώς τονε το Χρόνη. » Πώς τάχεις Χρόνη τα παιδιά, τι κάνουν τα παιδιά σου;» «Σε προσκυνούν μπουλούκμπαση και σου φιλούν τα χέρια, » Δώδεκα μέραις έλειπα, τι κάνουνε δεν ξέρω. — » Αν θέλης Χρόνη μου να ιδής ώμορφα κεφαλάκια, » Τήραξε μέσα τον τορβά να ιδής αγγελουδάκια.

Μια 'μέρα καθρεφτίστηκα στου πόντου τη γαλήνη κ' είδα τα γένεια μ' ώμορφα κι ώμορφο τώνα μάτι κ' είδα κι αυτά τα δόντια μου, τα κάτασπρά μου δόντια να ξαπερνούν στη λάμψη των τα μάρμαρα της Πάρου. Κ' εγώ για να μη βασκαθώ, χωρίς στιγμή να χάσω, έφτυσ' αμέσως τρεις φορές στον εδικό μου κόρφο· γιατ' έτσι μ' έμαθε η γρηά Κοτυταρίς να κάνω.