Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Καλά, είπεν επί τέλους ο μικρός Κλώσος, αφού είχες την καλωσύνην να με φιλοξενήσης, πάρε την δι' έν κοιλόν χρήματα, αλλά να μου γεμίσης το κοιλόν τώρα αμέσως. — Αμέσως, είπεν ο γεωργός, αλλά με την συμφωνίαν να πάρης μαζή σου εκείνο το κιβώτιον. Δεν θέλω να το έχω εδώ. Ποίος ηξεύρει; ημπορεί να είναι ακόμη μέσα ο διάβολος.

Αν ίσως κάνης συ αυτά οπού εγώ σου λέω, θάχης τα στήθηα δυνατά, το χρώμα σου ωραίο, θάχης τον ώμο σου μακρύ, θάχης τη γλωσσά σου μικρή, θάχης πλατειά τα πισινά θάχης κοντά τα μπροστινά. Το κάθ' αισχρό, καλό πως είναι θα σε πείση, και το καλό, πως είν' αισχρό θάχης νομίση, και εις το τέλος θα γεμίσης κι' από κείνη του Αντιμάχου του αισχρού την πουστοσύνη.

— 'Σ εσένα πέφτει ο κλήρος, παιδί μου Γιάννη, είπεν αποτεινόμενος προς τον Μπουκώσην. Σύρε να γεμίσης τα δυο σταμνιά, νάχης την ευκή του παπά μας, και σε καρτερούμε, δεν τρώμε... Πάρε και μια αναμμένη λαμπάδα να βλέπης στο δρόμο, και πάτει γερά, ώμορφα ώμορφα... να μη σπάσης τα σταμνιά, και το πάθης σαν το τραγούδι που λένε... και μας αφήσης κ' εμάς χωρίς νερό.

Το βασιλόπουλο αναστέναξε. — Κακά δένδρα είναι, είπε μέσα του, και γελούνε με τον πόνο μου. Εγώ θα καθήσω να ξεψυχήσω εδώ, κάτω απ’ το σιδερένιο πύργο. — Μήνες θα κάτσης γονατιστός, ξαναείπε το κυπαρίσσι, ως που να γεμίσης το σταμνί σου. Και σαν το γεμίσης θα ξεκινήσης πάλι, με της νύκτας το δρόμο, θα πάρης πάλι βουνά και λόγγους και θα γυρίσης πίσω.

Τότε ο γέρων ευρίσκοντας ένα πηγάδι βαθύ λέγει· κατέβα εις ετούτο το πηγάδι, ω υιέ μου, το οποίον ελπίζω να έχη καλά μαργαριτάρια, και αφού γεμίσης ετούτα τα σακκιά, φώναξέ μου διά να σε εβγάλω. Ευθύς εγώ τον επήκουσα χωρίς να του εναντιωθώ και εκατέβηκα δεμένος με ένα σχοινίον, το οποίον το εκρατούσεν ο γέρων διά να μην πέσω.

Είνε ευκολώτερον να γεμίσης με χρήμα τα θηλάκια ενός σπατάλου, παρά ενός επαίτου. Ο προορισμός του μεγαλείου είνε να φαίνεται· μεγαλείον κρυπτόμενον, θεώρει κατώτερον και της ασημότητος εκείνης, ήτις προσπαθεί να υπερβή τα ελεεινά όριά της.

Έτσι λέγοντας τον έφερα εις την κατοικίαν μου, και τον έκαμα να ιδή την μεγαλοπρέπειαν, και τον στολισμόν όλης μου της οικίας. Αυτός κάθε ολίγον εφώναζεν· ω Ουρανέ, τι πράγμα άξιον έπραξεν ο Ταλμούχ περισσότερον από τους άλλους, διά να αρχίσης να τον γεμίσης από τόσα καλά. Πώς ω Φακύρη, του είπα, σου κακοφαίνεται διά την ευτυχίαν μου; καταλαμβάνω ότι σε θλίβει η καλή μου κατάστασις.

Και όμως οι δεύτεροι είνε από πολύτιμον ύφασμα κατεσκευασμένοι, και οι πρώτοι από καραβόπανον. Μη πλησιάσης τους πρώτους, διότι είνε γεμάτοι από κόπρον και βρωμούν αλλ' ούτε τους δεύτερους πριν τους γεμίσης. — Δεν υπάρχει λοιπόν πραγματικόν ε π ά ν ω εν τη κοινωνία; Ο Δαίμων ανεκάγχασε και έδειξεν αλλαχού παράδοξον εικόνα, εν τη οποία το ε π ά ν ω ήτο συγκεχυμένον με το κ ά τ ω·

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν