United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ετούτος ο ύστερος ήτον πλούσια φορεμένος, και εκρατούσεν εις το χέρι του ένα γυμνό σπαθί βαμμένον από αίμα, ο οποίος εγνωρίζουνταν καλώτατα ότι αυτός εκυνηγούσε τον πρώτον, και πώς επροσπαθούσε μεγάλως διά να τον φθάση· μα το θαυμασιώτερον ήτον, που ήτον τόσον παρόμοιος εις την μορφήν με τον άλλον, που η βασίλισσα μην ημπορώντας να φτουρήση εφώναξε πάλιν· ω Ουρανέ, ετούτος είναι ο άνδρας μου· ήτον και αυτός τόσον θαμπωμένος, που επέρασε πολλά κοντά της χωρίς να την κυττάξη.

Εγώ το λοιπόν επίστευσα βέβαιον τον θάνατόν μου, και δεν ημπορούσα κατά αλήθειαν να καρτερώ άλλον πλέον γλυκύτερον από αυτόν. Εμπήκεν ο εξωτικός με ένα πρόσωπον θυμώδη, εκρατούσεν εις το χέρι του ένα λωστόν από τζελίκι, και είχε το κορμί του πολλά γιγαντιαίον.

Όταν εστοχάζετο ότι εψήθησαν από το ένα μέρος, ηθέλησε να τα γυρίση και από το άλλο, και ευθύς που τα εγύρισεν αιφνηδίως έγινε μία ταραχή μεγάλη και, ω τέρας αξιοθαύμαστον! άνοιξεν ο τοίχος του μαγειρείου, και εβγήκεν έξω μία κόρη θαυμαστή εις την ωραιότητα και εις το κάλλος, ενδεδυμένη με χρυσά και πολύτιμα φορέματα· εκρατούσεν εις το χέρι της μίαν βέργαν από μύρτον, και πλησιάζοντας εις το τηγάνι εκτύπησεν ένα από τα ψάρια με την βέργαν, και λέγει· «ω ψάρι, ψάρι, κάμνεις εσύ το χρέος σου ως σου τυχαίνεικαι επειδή το ψάρι δεν απεκρίνετο αυτή πάλιν είπε τα ίδια λόγια· τότε και τα τέσσαρα ψάρια ομού σηκώνοντας τα κεφάλια των απεκρίθησαν μεγαλοφώνως ταύτα τα λόγια·

Και τον καιρόν που έκανεν αυτούς τους στοχασμούς, ο Αμπτούλ εξαναήλθεν εις τον χοντζερέ με ένα σκλαβόπουλον, που έλαμπε ωσάν ο ήλιος. Αυτό το ευγενικό σκλαβόπουλο εκρατούσεν εις το χέρι ένα ποτήρι καμωμένον από ένα κομμάτι ρουμπίνι, γεμάτο από ένα εξαίρετον κρασί, και πλησιάζοντας εις τον Καλίφην του το έδωκε να πιή.

Τότε ο γέρων ευρίσκοντας ένα πηγάδι βαθύ λέγει· κατέβα εις ετούτο το πηγάδι, ω υιέ μου, το οποίον ελπίζω να έχη καλά μαργαριτάρια, και αφού γεμίσης ετούτα τα σακκιά, φώναξέ μου διά να σε εβγάλω. Ευθύς εγώ τον επήκουσα χωρίς να του εναντιωθώ και εκατέβηκα δεμένος με ένα σχοινίον, το οποίον το εκρατούσεν ο γέρων διά να μην πέσω.

Τότε ο αρχιμάγειρος ετοίμασε τα ψάρια και τα έβαλεν εις το τηγάνι, και όταν εψήθησαν από το ένα μέρος, τα εγύρισε και από το άλλο παρόντος του βασιλέως και του βεζύρη και αιφνιδίως άνοιξεν ο τοίχος του βασιλικού ταμείου, και εβγήκεν ένας αράπης μεγαλόσωμος και γιγαντιαίος, αντί της ωραιοτάτης γυναικός, όπου πρωτύτερα εφάνη εις το μαγειρείον· αυτός ο αράπης ήτον ενδεδυμένος παρόμοια ως ένας σκλάβος, και εκρατούσεν εις το χέρι του ένα ραβδί πράσινον, και πλησιάζοντας εις το τηγάνι, άγγιξε τα ψάρια με το ραβδί, και είπε τα ίδια λόγια, που είχεν ειπή πρωτύτερα και εκείνη η γυναίκα· και τα ψάρια πάλιν σηκώνοντάς τα κεφάλια τους απεκρίθησαν τα ίδια λόγια ως άνωθεν και μόλις τα ψάρια ετελείωσαν τα λόγια τους, ο αράπης αναποδογύρισε το τηγάνι, και έρριξε τα ψάρια εις την μέσην του θαλάμου, και έγιναν μαύρα ως τα κάρβουνα.

Η Ζεμπρούδα ως τόσον εκρατούσεν εις τον ίδιον χοντζερέ μίαν σκυλοπούλαν που την αγαπούσεν· ετούτη η σκύλα μίαν ημέραν που ήμασθε μοναχοί, εψόφησε τον καιρόν που εγεννούσε, και ο ψόφος της μου εφώτισε τον νουν διά να κάμω την τρίτην δοκιμήν· Θέλω, είπα να ιδώ τι έχει να κάμη η Ζεμπρούδα βλέποντας το αηδόνι ψόφιον, θα θλίβεται, ή όχι; και ούτω λέγοντας επέρασε το πνεύμα μου εις το κορμί της σκύλας, και άφησα το αηδόνι ψόφιον και τούτον τον στοχασμόν ο Ουρανός μου τον εξαπόστειλε, διά να κάμω την εκδίκησίν μου.

Εψεύσθην όμως της ελπίδος, επειδή και το πονηρόν εκείνο ζώον όλην εκείνην την ημέραν με εκρατούσεν υποκάτω του· και το βράδυ όταν εχόρτασε τρώγοντας οπωρικά, πάλιν κολλημένον από τον λαιμόν μου με έκαμε να πλαγιάσω κατά γης να αναπαυθώ, ηθέλησα να δοκιμάσω να του ξεκολλήσω τα ποδάρια από τον λαιμόν μου, όμως δεν εστάθη τρόπος, επειδή και όταν αγροικούσεν ολίγον να του πιάσω τα ποδάρια, τα έσφιγγε τόσον εις τον λαιμόν μου, που εκινδύνευε να με πνίξη.

Αν καμμίαν φοράν ο Δερβύσης ήθελε να με χαϊδεύση, οπόταν η Ζεμπρούδα με εκρατούσεν εις τα χέρια της, του έδιδα τόσες τσιμπησιές με θυμόν με την μύτην μου που τον έκανα να με αφίνη· μα ο θυμός μου δεν επροξενούσεν άλλο, παρά να τους κάνω να γελούν.

Εκρατούσεν ένα ωραίον κομβοσχοίνιον, και εθυμίαζε με ένα ασημένιο θυμιατόν, ωσάν να ήτο Εκκλησία εκεί. Όταν ούριος ο άνεμος έπνεεν ή όταν ήτο γαλήνη, φροντίζων να έχη πάντοτε ένα καλόν και πιστόν λουστρόμον, αυτός άνοιγε τότε τα ωραία Εκκλησιαστικά βιβλία του και ανεγίνωσκε, βυθισμένος όλως εις το νόημα των Γραφών ή των άλλων λόγων των Αγίων Πατέρων.