United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είναι γνωστοί και σήμερα μερικοί στίχοι του εις βάρος του εχθρού του· του έλεγε: «Φορεί βρακιά ως Κάζακος, φαρδιά υπέρ σακκία, «που κρύφτουν λέρες χίλιες δυο και περισσή κακία, «Νυμφοστόλος, νεκροστόλος και κατεργαριά και δόλος». Μετά τον θάνατο όμως του μεγάλου, ησύχασεν ο μικρός, γιατί είχε το στάδιο ελεύθερο.

Τρέχουν, βομβούν, εργάζονται, φορτόνονται, ανάβουν, δεν τρέφεται με σχέδια ο ήσυχός των νους· εδώ μετρούν, εκεί σακκιά για το σιτάρι ράβουν, μόνον εγώ ο ποιητής πετώ 'στους ουρανούς. Τι έξυπνος! τι πονηρός! σαν νέος της Αθήνας . . . αν ήσαν κι' οι υπάλληλοι οι άλλοι σαν κι' εμένα, ο έμπορος επλούτιζε εις ένα δύο μήνας, κι' αμπάρια και κατάστιχα θα τάφινε κλεισμένα.

Άλλαι φορτωμέναι σάκκους, υπερηφάνως υψηλούςαι φαιδρότεραι και πλέον ανοικτόκαρδαιάλλαι σακκία, πεπιεσμένα προς τα κάτωαι σιωπηλότεραι και μάλλον εργατικαίάλλαι κόφφας ακανθωτάς, καταπονούσας τους ώμουςαι καταβασανισμέναι χήραικαι άλλαι πάλιν μικρούς καλάθους εις την χείρα, πλήρεις λαχάνων και μυκήτωναι φιλόζωοι γραίαικαι συνανεμίγνυντο μετ' αυτών, διακόπτοντα τα βήματά των, παιδία φαιδρά, κορασίδες, βαστάζουσαι κλάδους μύρτων με τα μαύρα και υαλιστερά ως οφθαλμούς όφεως μούρτα, τον μαύρον γυαλιστερόν καρπόν της μύρτου, και κλάδους αγροτικής κομάρου με τα κατακόκκινα κούμαρα, και νεανίσκοι κρατούντες από του ποδός μαύρον κόσσυφον, τινάσσοντα τα ελαφρά πτερά του, να πετάξη εις τον εγγύς δρυμόν.

Φθάνοντας λοιπόν εις τον πάτον του πηγαδιού αγροίκησα εις τα ποδάρια μου πολλά στρείδια, που μέσα τους έχουν τα μαργαριτάρια, εδιάλεξα τα πλέον καλύτερα από αυτά, και εγέμισα τα σακκιά, τα οποία τα ετράβηξεν ο γέρων και έβγαλεν έξω, έπειτα μου εμετάρριξε τα σακκιά, και του τα εγέμισα πολλές φορές.

Ξαβόηθησαν εκεί, εις τα ξυρόφυλλα του αριού, τα φορτία τωνσακκία πλήρη ελαιών — κ' εκάθισαν, ανακλιθείσαι επ' αυτών, αι δύο γραίαι, ως γλαύκες, σιωπηλαί, κουρασμέναι, ασθμαίνουσαι. Ήρχοντο από το Μποστάνιπορείαν δίωρον.

Μαϊδέ ουρανό, μαϊδέ γις, μαϊδέ κόσμο χαράζουμε. Σαν πεθάνη και κανένας από μας, μαϊδέ παππάς να βγη ως εκεί απάνου. Το καλοκαίρι να πης; Άιντε νιάτα! Βάζεις καινούργιο σκότι... Άιντε να τραβάμε, γερόντισσα, χαλεύεις μη και δεν αποσώσουμε απόψε... Κι οι γερόντοι λαχανιάζοντας ακόμα, σήκωσαν τα βαρειά σακκιά τους στις πλάτες τους, με χαιρέτησαν και ξεκίνησαν.

Αφού ακρίβηναν ταλεύρια, Λαλεμήτρο, πάρε 'λιγώτερα σακκιά. Ετόλμησε να παρατηρήση η αθώα γυνή, μαλακύνουσα την αγωνίαν του συζύγου της. Αλλ' εκείνος θέλων να παίξη ίσως, θέλων να γελάση πιθανώς, ήνοιξε το στόμα του το κλειδωμένον έως τότε και είπεν: — Όπως έγεινε σήμερα ο κόσμος με τα βερεσέδια, καλλίτερα είνε να μην παντρεύεται κανένας!

Ναι, είπα, πρέπει να φερθώ και τώρα ως ιππότης, ας μείνω ως παράδειγμα κι' εγώ ηρωισμού! κι' αφού της χήρας έτυχε να ήμαι πατριώτης, κι' ο έρως θύρα ας γενή του πατριωτισμού. Είπα, και θεία έμπνευσις για στίχους μου κατέβη . . . κι' ενώ σακκιά εζύγιζαν οι σύντροφοι μου όλοι, κι' ο έμπορος εγύριζε παντού να με γυρεύη, ακροστιχίδα έγραφα εγώ για τον Μανώλη.

Τότε ο γέρων ευρίσκοντας ένα πηγάδι βαθύ λέγει· κατέβα εις ετούτο το πηγάδι, ω υιέ μου, το οποίον ελπίζω να έχη καλά μαργαριτάρια, και αφού γεμίσης ετούτα τα σακκιά, φώναξέ μου διά να σε εβγάλω. Ευθύς εγώ τον επήκουσα χωρίς να του εναντιωθώ και εκατέβηκα δεμένος με ένα σχοινίον, το οποίον το εκρατούσεν ο γέρων διά να μην πέσω.

Τράβα λοιπόν, προχώρει, ώ Κιναχύρα, ώμορφη και ζηλεμένη κόρη, που μέσ' στο βιος μου ήσουνα εσύ προτιμημένη• και που, για να κανηφορής καλοφτιασιδωμένη, πολλά του αλευριού σακκιά για χάρι σου αράδειασα, και στην κοιλιά σου τάδειασα. Και τώρα πού να βρίσκεται η διφροφόρος• να τη