United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το φρούριον τούτο, όπερ αλλαχού περιεγράψαμεν, ήτο γιγαντιαίος βράχος φυτρωμένος εκεί παρά το πέλαγος, προεκβολή της γης προς τον πόντον, ως να έδειχνεν η ξηρά τον γρόνθον προς την θάλασσαν και να την προεκάλει· φοβερός μονοκόμματος γρανίτης αλίκτυπος, όπου γλαύκες και λάροι ήριζον περί κατοχής, διαφιλονεικούντες πού αρχίζει η κυριότης του ενός και πού σταματά η δικαιοδοσία του άλλου.

Η σεμνή πρόσοψις άνω του πυλώνος και οι τοίχοι όλοι έξω ήσαν κεχρισμένοι δι' ερυθρού ασβεστοκονιάματος ως οι θόλοι, όπερ παρείχεν επιβάλλουσαν ερημικήν σεμνότητα εις την όλην του κτιρίου όψιν. Σήμερον όμως τα ωραία κονιάματα κατετρίβησαν υπό των υετών και των καταιγίδων, οι τοίχοι εις πολλά μέρη κατερειπώθησαν και μονάζουσιν εν αυτή περισσότεραι γλαύκες ή μοναχοί...

Τα τριώροφα ταύτα δώματα έτρεμον επί των βάθρων των, ως να εκάμπτοντο υπό το βήμα τοσούτων παρελθόντων αιώνων. Αι γλαύκες εγόγγυζον την νύκτα επί των στεγών, οι κώδωνες αντήχουν περί μέσας νύκτας καλούντες τας μοναχάς εις την προσευχήν.

Η φαντασία είδεν εις εκείνο το όρος κατάλληλον καταφύγιον των κακών πνευμάτων, ένα μέρος όπου, κατά την γλώσσαν των προφητών, εμφωλεύουν αι γλαύκες και χορεύουν οι σάτυροι.

Ο ναός της παρθένου Αθηνάς ανήκε τότε εις την παρθένον Μαρίαν. Αλλά κατ' εκείνην την στιγμήν ούτε ρινόφωνοι ψαλμωδίαι ούτε λιβάνου νεκρωσίμοι αναθυμιάσεις ή κώδωνες οχληροί ήρχοντο να ταράξωσι τα θέλγητρα των αναμνήσεων. Γλαύκες μόνον τίνες, εμφωλεύουσαι εις τα κοιλώματα της οροφής, εξέπεμπον εκ διαλειμμάτων πένθιμον κραυγήν, ως ει εθρήνουν της δεσποίνης των την εξορίαν.

Είδωλα και ξόανα θεών, τα μόνα άτινα είχον διασωθή εκ της φανατικής μανίας των μοναχών, σύμβολα και εμβλήματα αρχαία, βωμοί, θυμέλαι, θύρσοι, γλαύκες, ουδέν εκ των κλασσικών εμβλημάτων έλειπεν εκ του άντρου του Πλήθωνος. Οσάκις απεσύρετο ούτος εις το άντρον, επεθύμει να έχη πάσας ταύτας τας μυστικάς ψυχαγωγίας, αίτινες έτερπον το πνεύμα αυτού.

Ξαβόηθησαν εκεί, εις τα ξυρόφυλλα του αριού, τα φορτία τωνσακκία πλήρη ελαιών — κ' εκάθισαν, ανακλιθείσαι επ' αυτών, αι δύο γραίαι, ως γλαύκες, σιωπηλαί, κουρασμέναι, ασθμαίνουσαι. Ήρχοντο από το Μποστάνιπορείαν δίωρον.