United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και οι οπλαρχηγοί μεταξύ των, εδώ ο υψηλόκορμος Μακρής και ο Λιακατάς ο κάλεσος, εκεί ο Βάσος, ο χαλκοπρόσωπος, παρέκει ο Χατζηπέτρος με την ασύγκριτη λεβεντιά του, πέραν το λαμπρό Αρχοντόπουλο με τα ζηλεμμένα νιάτα και την ολοφάνερη αρχοντιά του, αλλού ο Καρατάσος ο υπερήφανος, όλοι χρυσοφορεμένοι και αρματοστόλιστοι εφαίνοντο να τρέχουν παντού, δίδοντες το παράδειγμα της αφοβίας και της καταστροφής.

Μωρή τα νιάτα σου θ' ακούμε ή τον αρραβώνα μαθές; Πιπ. Από τόνα ήθελα νάρθουμε στάλλο. Και συ πάλε μας κάνεις δα την ανήξερη! Περμ. Αστροπελέκι να πέση και να με κάψη, ανίσως κι άκουσα τίποτις. Ένα γαμπρό ξέρω στη γειτονιά μας, κι αυτός είνε της Τρυποβράκας ο γυιός. Πιπ. Τώρα μας ξύπνησες και του λόγου σου. Ο κόσμος τόχει τούμπανο και συ μας τόβγαλες για κρυφό.

Θωρώ σου, Χλόη, κι' άδικα Θελ' απομαραθούν Οι κρίνοι, τα τραντάφυλλα Στην όψη σου, που ανθούν, Διαβατικά τ' αθρώπινα, Σαν ποταμιού νερό, Τα νιάτα χάρου, Κόρη μου, Μη χάνεις τον καιρό. Πλακόνουν τα γεράματα Προμιού τα φανταχτής, Κι' αν μετανιόσης ύστερα, Διπλά θα παιδευτής. Της σαγιτιαίς του έρωτα Μη της καταφρονάς, Και μη τα δασκαλέματα Ακούς της Αθηνάς. Τα ήθη, Χλόη, ημέροσε, Μη θες να τυραγνάς.

Στων Ποντίκων το στράτεμα εκείνο τ' ακουσμένο Ήταν κι' έν' άξιο ασύγκριτα, παιδί καμαρομένο, 550 Του Κομματά μονάκριβο, κι αλήθια παλληκάρι, Οπού τους άλλους διάβαινε σε νιάτα και σε χάρι, Ο Ροκανούλης κράζονταν στο έντιμο όνομά του· Κι' ο ίδιος Άρης φαίνονταν οχ την πολλήν αντριά του.

Τη λέγανε Δροσιά και Δροσούλα. Σιγάσιγά τα νιάτα της στραγγίσανε, τα μάτια της βαθούλωσαν απ' τα δάκρυα της κακορροίζικης ζωής, το πετσί της γέμισε ζαρωματιές, τα μαλλιά της ασπροκιτρίνισαν σα λερωμένο μπαμπάκι, σκέβρωσε το κορμί της κ' η δροσιά της σβύστηκε. Και τη λέγανε ακόμα Δροσιά και Δροσούλα.

Μα κείνο που σου δίνει καινούρια ζωή, που σε κάνει κι ανεσαίνεις πιο εύκολα, είναι που Τούρκος δεν έχει χωράφι τριγύρω... Έχει ρωμαίικη ψυχή μέσα του το μικρό το Μεσοβούνι. Ζούσανε μάλιστα τα χρόνια εκείνα και δυο τρεις Μεσοβουνιώτες που μύρισαν κι αυτοί μπαρούτι στα νιάτα τους! Ο γέρο Βασίλης είταν ένας. Ο μακαρίτης ο Αγγελάκος, στο πλάγι μας, άλλος ένας.

Όλοι κηράδες κι ανυφαντίδες και χρυσοκεντιστάδες 'ςτά νιάτα τους, και τώρα απόμαχοι όλοι του ζανατιού τους. Εμαζόνονταν εκεί με τα δικανίκια και με τα τσιμπούκια τους κ' έστρωναν αδιάκοπες και μακριές κουβέντες, όλο για πράματα του περασμένου καιρού τους. Κ' εγώ, 'ςτή μέση τους, χόρταινα ιστορίες και σοφά λόγια.

Αλλ' όμως δεν ηθέλησα χωρίς εσέ να ζήσω με τα παιδιά μας ορφανά, χωρίς εσέ κοντά μου, και ούτε ελογάριασα τα νιάτα μου για σένα. Και όμως η μητέρα σου κι' ο γέρος σου πατέρας κ' οι δύο σ’ εγκατέλειψαν, αν κ' είναι τόσω γέροι, που θα μπορούσαν νάδιναν εκείνοι τη ζωή τους και να πεθάνουν ένδοξοι πως σώζουν το παιδί τους.

Μα αφτός τον Έχτορα, αφού πριν του θέρισε τα νιάτα, 50 δετό απ' αμάξι τον τραβάει στου βλάμη του τον τάφο γύρω τριγύρω· μα άπρεπα το κάνει, δίχως σκέψη... Μην πια θυμώσουμε κι' εμείς, κιας είναι θεοπαίδι, τι να μ' αφτό το πάθος του σε Γη κουφή αμαρταίνει

Κι' αφτός πατέρα γέρο 420 έχει μαθές, που λες για αφτό τον έσπερνε, να γίνει χάρος των Τρώων· μα έκαψε πιο πρώτα εμένα απ' όλους, που τόσα μούσφαξε παιδιά μες στα χρυσά τους νιάτα. Μα όλους δε μου τους κλαίει αφτούς τόσο βαθιά η καρδιά μου, όσο έναν π' ως στον τάφο μου θα σύρει με ο καημός του, 425 τον Έχτορα.