United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι ολοτρόγυρά τους οι άντρες όλοι με τα τουφέκια. Έλεγες κ' είτανε στράτεμα και κατέβαινε. Καθώς περνούσε το λείψανο από τη θύρα της εκκλησιάς, που στεκόντανε μερικές από την παρακάτω τη γειτονιά κι απαντέχανε να περάση και νακολουθήσουν κι αυτές, βλέποντας ένας την Ασήμω, ίσια ίσια κείνος που έλεγε την αποβραδινή στο Καπελιό για τανίψι του πως η μαζώχτρα του ρίχτηκε, της πετάει μια βρισιά.

Είτανε, λέει, μεσημέρι περίπου, και καθώς διάβαινε ο Κωσταντίνος με το στράτεμά του, τηράει άξαφνα δίπλα στον ήλιο λαμπερό σταυρό από φως, κι απάνω στα σταυρό τα γράμματα « Τούτω νίκα». Το τήραγαν το σημάδι κι ο Κωσταντίνος κι ο στρατός του, κ' έλεγαν τι να σημαίνη. Σα βράδιασε και πλάγιασε ο Κωσταντίνος να κοιμηθή, βλέπει λαμπρό όνειρο, ανάλογο κι αυτό με το ουράνιο το σημάδι.

Ναί, πριν σκοπό δεν τόχω εγώ ν' αγγίξω πια κοντάρι, 650 πριν ο λεβέντης Έχτορας τους κάψει τα καράβια και πάρει ομπρός το στράτεμα εδώ ως στα σύνορά μου. Ειδέ όσο από καλύβα μου κι' από δικό μου πλοίο, πίσω θαρρώ θα βασταχτεί κιας λαχταράει πολέμους655 Είπε, κι' εκείνοι παίρνοντας διπλόγουβα ποτήρια, ένα ο καθένας, στάλαξαν, και στο καραβοστάσι γύριζαν πάλι, και μπροστά περπάταε ο Δυσσέας.

Στων Ποντίκων το στράτεμα εκείνο τ' ακουσμένο Ήταν κι' έν' άξιο ασύγκριτα, παιδί καμαρομένο, 550 Του Κομματά μονάκριβο, κι αλήθια παλληκάρι, Οπού τους άλλους διάβαινε σε νιάτα και σε χάρι, Ο Ροκανούλης κράζονταν στο έντιμο όνομά του· Κι' ο ίδιος Άρης φαίνονταν οχ την πολλήν αντριά του.

Κι' ως τόσο άγριος γένεται, κι' ως τόσο φοβερίζει, Που του οχτρού το στράτεμα ολόκληρο απελπίζει· 560 Και δίχως άλλο ημπόρηγε το λόγο να τελιόση· Τι είχε καρδιά και δύναμι να τ' αποκατορθώση· Αν ο πατέρας των θεών και των θνητών ανθρώπων Του Κρόνου ο υγιός δεν πρόφταινε, δεν έκανε τον τρόπον Τους Μπακακάδες τους φτωχούς για τότε να 'λεήση· 565 Στους αποδέλοιπους Θεούς παρόμια να μιλήση· Διό τρεις φοραίς ταράζοντας το θεϊκό κεφάλι, Τα βλέμματα γυρίζοντας σε μια μεριά και σ' άλλη.

Μον έλα πες μου τώρα αφτό και μίλα την αλήθια. 405 Όταν για δω ξεκίνησες, τον Έχτορα, για πες μου, τώρα σαν πού τον άφισες, τον αρχηγό των Τρώων; πούχει βαλμένα τ' άρματα, πού στέκουν τ' άλογά του; σαν πώς φρουρούνε οι άλλοι οχτροί και πούναι πλαγιασμένοι; Και πες σαν τι να μελετούν; μη θεν αφτού να μείνουν 410 κοντά στα πλοία, ξέμακρα του κάστρου, ή θα γυρίσουν στη χώρα, αφού το στράτεμα μάς νίκησαν στη μάχη

Αποκρίνεται ο Θοδορίχος πως ήθελε μερικούς μήνες ακόμα για ναναπαυτή κι αυτός και το στράτεμά του. Έπειτα του πρότεινε πράματα που δεν μπορούσε ο Πρέσβης να τα παραχωρήση δίχως του Αυτοκράτορα την άδεια, κ' έτσι χωρίστηκαν άπραγοι. Ο Σαβινιανός ως τόσο τοίμαζε το στρατό του.

Τότε απαντά ο θεόμορφος γιος του Δαρδάνου κι' είπε 405 «Έτσι απ' το στράτεμα όπως λες του ξακουστού Αχιλέα αν είσαι, τότεέτσι να ζειςπες μου όλη την αλήθια· βρίσκεται ο γιος μου ακόμα εκεί στα πλοία, ή πια κομάτια ο Αχιλιάς τον έρηξε στους σκύλους ναν τον φάνε

Κι' εσένα εδώ θαμένο με δίχως όφελος, η γης θα τρώει τα κόκκαλά σου. 175 Κι' έτσι κανείς περήφανος οχτρός θα πει μια μέρα, ποδοπατώντας του λαμπρού Μενέλα το μνημούρι 'Έτσι ναί! πάντα τους θυμούς ας βγάζει ο Αγαμέμνος, όπως και τώρα στράτεμα έφερε εδώ του κάκου, μα πίσω στ' Άργος γύρισε, στην ποθητή πατρίδα, 180 μ' άδια καράβια, αφίνοντος τον ξακουστό Μενέλα.