United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αποκρίνεται ο Θοδορίχος πως έρχεται, σώνει να τονέ σπάσουνε στα γερά, κι όχι πια συθήκες μαζί του. Συφωνούν οι δικοί μας με κάποιους όρους, και ξεκινάει ο Θοδορίχος κατά τα νότια. Είτανε συφωνημένο νανταμωθούνε, ο Θοδορίχος κι ο Πρωτοστράτηγος της Θράκης με κάμποσες χιλιάδες, στα στενά του Αίμου. Σαν κατέβηκε όμως ο Θοδορίχος στον Αίμο, μήτ' ένας στρατιώτης δε βρέθηκε να τον αντάμωση.

Με τη συνηθισμένη του ευκολία ο Άρειος τονέ βεβαιώνει το Βασιλέα, κι ορκίζεται μάλιστα πως «απέπτυσσε πάσαν κατά του Κυρίου ημών βλασφημίαν ». — « Πήγαινε τώρα να μεταλάβης» του αποκρίνεται ο Κωσταντίνος· «ανίσως κ' έκαμες ψεύτικο όρκο, ο Θεός θα σε τιμωρήση». Είταν ο γέρος ο Αλέξαντρος να τονέ λυπάται άνθρωπος, που μήτε να μιλήση, δεν τον άφινε πια ο Βασιλέας.

Ορίστε! Τα ίδια και πάλε τα ίδια! Όλο την απαντέχει, κι όλο έρχεται η Καλλίτσα. Κάποτες και το σπίτι το συγυρίζουμε για τον ερχομό της και. . . . — Σταθήτε, αφεντικό, να σας χαρώ, λέει τώρα ο Σφακιανός, γιατί σα να θέλη κάτι να μας πη από δω ο Μυλόρδος. — Τίποτις, αποκρίνεται συλλογισμένα ο Άγγλος. Έλεγα μόνο να σας ρωτήσω α δε μάθετε τίποτις από τότες.

— Α συφωνή ο κυρ Αλεξαντράκης, λέει ο Μυλόρδος, ίσως καλλίτερα έτσι. Έχω να τακούσω και κάμποσα χρόνια. — Μπράβο, και γιατί όχι; αποκρίνεται ο Αλεξαντράκης· να τα καλομάθω και γω. — Κρίμας που δεν είνε χειμώνας, να ψήνουμε και κάστανα, λέει η Κερά Φωτεινή εκεί που έρραβε. Να σας φέρω όμως μερικούς πεπονόσπορους.

Και όσον διά τον Θεαίτητον εγώ ο ίδιος και χθες συνεζήτησα μαζί του, και σήμερον τον ήκουα που έδιδε απαντήσεις, ως προς τον Σωκράτη όμως ούτε το έν ούτε το άλλο. Πρέπει όμως να παρατηρήσωμεν και αυτόν. Και όσον μεν δι' εμέ άλλοτε θα εύρωμεν καιρόν, τόρα όμως ας αποκρίνεται εις εσέ. Ξένος. Αυτό θα γίνη. Φίλε Σωκράτη, ακούεις λοιπόν τι λέγει ο Σωκράτης; Νέος Σωκράτης. Μάλιστα. Ξένος.

Και ο Πρωταγόρας, επειδή εντράπη, καθώς τουλάχιστον μ' εφάνη, που ήκουε και τον Αλκιβιάδην να λέγη αυτά και τον Καλλίαν και σχεδόν όλους τους παρευρεθέντας να τον παρακαλούν, μετά δυσκολίας απεφάσισε να προβή εις την συνδιάλεξιν και παρεκάλεσε τον Σωκράτην να τον ερωτά διά ν' αποκρίνεται.

Τώρα είναι δίκαιον να γείνουν εκείνα τα οποία εσυμφώνησαν μεταξύ των ο Πρωταγόρας και ο Σωκράτης· ο μεν Πρωταγόρας δηλαδή, αν ακόμη έχη την ευχαρίστησιν να ερωτά, ν' αποκρίνεται δε ο Σωκράτης, αν δε έχη πάλιν ο Πρωταγόρας την ευχαρίστησιν ο Σωκράτης ν' αποκρίνεται, τότε να ερωτά ο άλλος.

Ο παραπαππούς μου την είχε σημαδεμένη και την εγνώρισε. Ήτον η δική του. Τον ερωτά πού την ηύρε, ο βαρκάρης του αποκρίνεται πως την ηύρε ανάμεσα στα δυο νησιά.

Δεν πέρασαν πολλά σπίτια για να φτάσουνε στο σπίτι του Προεστού. Χτύπησε την πόρτα ο χωριανός δυνατά και γοργά. — Ποιος είνε; φωνάζει γυναικίσια φωνή απομέσα. — Άνοιξε, κερά Φωτεινή, κ' είνε ένας Μυλόρδος. — Χριστέ και Παναγιά μου! Και τι να τον κάμω που είμαι ολομόναχη! — Άνοιξε συ, και γω βρίσκω και τον Αφέντη, αποκρίνεται ο Αποδουλίτης απέξω.

Θαυμάζω εις εσένα, του αποκρίνεται ο Κουλούφ ρίχνοντάς τα φλωριά και το φακιόλι, που με αναγκάζεις να χωρίσω τη γυναίκα μου, που την εστεφανώθηκα εμπροστά σου· ένας τιμημένος άνθρωπος ωσάν και εμένα δεν κάνει παρόμοια· πώς; το λοιπόν εγώ έρχομαι εις την Σαμαρκάντα, και ένας πραγματευτής με παίρνει, και μου δίδει γυναίκα και υστερότερα θέλει να την χωρίσω; ετούτο δεν θέλω το κάμει ποτέ· και παύσε, αυθέντη Αναΐππη, εις το να με παρακινήσης, διατί δεν θέλεις κάμει τίποτε.