Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Ο Παλαμάς έγραψε την ακέρια δημοτική πολλές φορές· ο Καρκαβίτσας προσπαθεί να τη γράψη, και να συγκρίνης τους δασκαλισμούς του με τους δασκαλισμούς του Βώκου, του Κουρτίδη, του Διόνυσου κι όσων είπαμε, θα φωνάζης πως ο Καρκαβίτσας μιλεί σα σωστός βαρκάρης. Ο Καρκαβίτσας ωςτόσο ακόμα θαρρώ δεν καλομπήκε στο νόημα, γιατί του έρχεται σα δύσκολο να γράφη αλάθεφτα τη δημοτική.

Όποιος λέει ζήλια , ας είναι και βαρκάρης, τόμαθε από κανένα δάσκαλο. Να το ξετάσετε το πράμα, — γιατί αξίζει, — να πάρετε έναν έναν εκείνους που το συνηθίζουν και θα διήτε πως είναι δασκαλισμός. Ένας που χάνει τα λογικά του, δε ζηλέβει, ζουλέβει, είναι ζουλιάρης, έχει ζούλια.

Χέρι με χέρι, σα δυο παιδιά, ανεβήκαμε το λόφο και φτάσαμε σ' ένα μικρό κόκκινο σπίτι και κοιταχτήκαμε, σα ναλλάζαμε αναμεταξύ μας κάποιο μυστικό, όταν ο βαρκάρης, που μας περνούσε αντίπερα μια φορά, βγήκε στην πόρτα και μας έταξε να μας φέρη στο νησί της νιότης μας. Σιωπηλοί περάσαμε το γαλανό νερό.

Άρπαξε ένα σκοινί απ' την πρύμη, τώκανε θηλειά κ' έσκυψε στην κουπαστή να το περάση στο κουφάρι. Καθώς έσκυβε, ένα κύμα ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι απ' το νερό, που έμοιαζε σαν να είχε γυρίσει να ιδή ποιος σκύβει από πάνω του. — Μπα! έκανε ο βαρκάρης, περνώντας του τη θηλειά στη μέση. Ο Καπετάν-Πρέκας!... Αυτός δεν είναι; Το παιδί έσκυψε απάνω στο κουφάρι και τρέμανε τα κατασάγονά του.

Για πού νάχη βάλει ρότα τούτο το πλεούμενο; είπε ο βαρκάρης στο μούτσο του, γυρίζοντας κατά το μπροστινό κουπί, που έλαμνε νυσταγμένα και ανόρεχτα το παιδί, και σιάρισε το δικό του, για να γυρίση τη βάρκα κατά το κουφάρι, που έπλεε τώρα τρεις-τέσσαρες οργυιές ζερβιά τους. — Ποιο πλεούμενο; είπε το παιδί, που δεν έβλεπε τίποτε μπροστά του. Και κράτησε το κουπί για να κυττάξη καλύτερα.

Ο παραπαππούς μου την είχε σημαδεμένη και την εγνώρισε. Ήτον η δική του. Τον ερωτά πού την ηύρε, ο βαρκάρης του αποκρίνεται πως την ηύρε ανάμεσα στα δυο νησιά.

ΓΑΛ. Και όμως εγώ μεν η εντελώς λευκή έχω τουλάχιστον αυτόν τον εραστήν, αλλά σας τας άλλας δεν υπάρχει κανείς ποιμήν ή ναύτης ή βαρκάρης ο οποίος να σας ορέγεται. Ο δε Πολύφημος εκτός των άλλων είνε και μουσικός. ΔΩΡ. Σώπα, καϋμένη Γαλάτεια• τον ηκούσαμεν διά να τραγουδή όταν προ καιρού ήλθε και σου 'τραγούδησε την νύκτα• και μα την Αφροδίτην ενόμιζε κανείς ότι ήκουε γάιδαρον να γκαρίζη.

Πουθενά δε φάνηκε. — Μην είδατε πουθενά τον Κυρ-Νικολάκη; ρωτώ. Οι βαρκάρηδες κ' οι αγωγιάτες σκάσανε στα γέλια. — Τον Κυρ-Νικολάκη! Τώρα κι' άλλη μια φορά. Πάει δουλειά του... — Πέθανε; — Όχι ακόμα. Μα τον χάσαμε. — Πού πάει; — Λένε πως πάει στο Άγιο Όρος! μου λέει ένας βαρκάρης. — Κατά διαβόλου, πες καλύτερα! πετάγεται και μου λέει ένας αγωγιάτης. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι τρέχει.

— Ο Καπετάν-Πρέκας! Δεν τονέ βλέπεις; Ο βαρκάρης σέρνοντας το σκοινί, να το δέση στην πρύμη, σήκωσε μια στιγμή το δεξί του χέρι κ' έκανε, το σταυρό του. — Κύριε ελέησον! Τούτο πάλι ήτανε απ' τάγραφα... Δεν είπε άλλο λόγο. Σιγουράρησε το σκοινί πίσω στην πρύμη και ξανακάθησε στο κουπί. — Έλα! Τράβα να γυρίσωμε! είπε στο παιδί. Τη δουλειά μας την κάναμε σήμερα! Πιάσαμε μεγάλο ψάρι..

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν