United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βεβαίως η βάρκα θα έπλεε ξυλάρμενη· εντός ολίγου έπρεπε να έλθουν. «Όπου είνε, θα φανούν». Την δευτέραν νύκτα ο Πάπος «εκάτιασε» πάλιν ή «εκούρνιασε», καθώς αι όρνιθες και τα περιστέρια, εις το σπίτι με τους τρεις τοίχους και την μισήν στέγην.

Ο μπάρμπ’-Αλέξης δεν ειμπόρεσε να τον καταφέρη. Ηναγκάσθη να παύση να πλησιάζη εις τον σταθμόν εκείνον της Στερεάς. Μίαν φοράν όμως «τα έφερε σκούρα». Ευρέθη εις το πέλαγος, εν τω μέσω του Ευβοϊκού στενού, εις ίσην από της ηπείρου και από της νήσου απόστασιν. Ήρχετο από τους Ωρεούς κ' έπλεε διά το Θρόνιον.

Και οι μεν Πελοποννήσιοι επέστρεψαν όταν μετέπειτα έγινε συνθήκη, οι δε άλλοι αντηλλάγησαν ανήρ προς άνδρα και μετεφέρθησαν οπίσω υπό των Ολυνθίων. Περί την αυτήν εποχήν οι Βοιωτοί εκυρίευσαν διά προδοσίας το εις τα μεθόρια φρούριον των Αθηναίων Πάνακτον. Και ο μεν Κλέων εγκαταστήσας φρουράν εις την Τορώνην ανεχώρησε και έπλεε περί τον Άθωνα, διά να φθάση εις την Αμφίπολιν.

Αυτή τη νύκτατρέμω να το πωτην κρατούσα στην αγκαλιά μου, σφιγμένη καλά στο στήθος μου και εσκέπαζα με αναρίθμητα φιλιά το στόμα που εψιθύριζε λόγια αγάπης. Το μάτι μου έπλεε στη μέθη του ιδικού της! Θεέ μου είμαι αξιοτιμώρητος που αισθάνομαι και τώρα ακόμη ευτυχίαν όταν θυμάμαι αυτές τις φλογερές ηδονές; Καρολίνα!

Το γλυκύ ποτήριον ή εκφεύγει της χειρός, πριν προφθάσωμεν να σβύσωμεν την δίψαν μας ή το εν αυτώ θείον νέκταρ μεταβάλλεται εις όξος, και τότε ημείς αυτοί αποστρέφομεν μετ' αηδίας τα χείλη. Η δε ημετέρα ηρωίς, ενώ έπλεε πλησίστιος εις το πέλαγος της ηδονής, προσέκοψεν αίφνης κατά φοβερού τινος υφάλου, ον προ πολλού είχε παύσει να φοβήται.

Ξεππέζεψα απ' το μουλάρι μου, έδωσα το καπίστρι του στον αγωγιάτη, και μουλάρι κι αγωγιάτης τράβηξαν μπροστά. Το μονοπάτι στένευε σαν κορδέλλα, σα σκοινί από κει και κάτω· φοβερό στεφάνι, θαμπή ψιλή και κρύα η χινοπωριάτικη βροχή, άπλονε ένα θεόρατο βαμβακένιο πέπλο ολόγυρά μου, π' ανάμεσά του έπλεε πιο άγρια και πιο τρομαχτική η φύση. Στρυμώχτηκα σε μια πέτρινη σπηλιά κι αγνάντευα.

Η νύχτα προχωρούσε συννεφιασμένη και κατάμαυρη με τα σκοτάδια της, με τα ισκιώματά της, με τα φαντάσματά της, με τους πειρασμούς της, με τους δαιμόνους της, με τους κατσιποδιαραίους της, με τους καληκαντζάρους της, με τους βρυκολάκκους της, με τα στοιχειά της, με τα σκοτεινά της τα μυστήρια, με τον άγριο τον άνεμό της, που βογγούσε ψηλά στες στέγες, σαν ψυχή κολασμένου γίγαντα, και με τα τρομαχτικά γαυγίσματα των σκυλλιών, μέσα στους αυλόγυρους, ή όξω στους δρόμους, κι' η Μαριανθούλα κοιμώνταν βαρυά-βαρυά, σαν όλα τα παιδάκια, στην αγκαλιά τη γλυκύτατη της βάβως της, κι' έπλεε σ' ευχισμένα παιδικά όνειρα, αλλ' η καημένη η γριά ξαγρυπνούσε, μη μπορώντας να κλείση μάτι, και για να χαλινώση τον νου της και να τον γυρίση πίσω από την Ξενιτειά, που πλανιώνταν, σαν το έρημο πουλλί, τον έστρεφε πίσω, πολύ πίσω στον καιρόν που είταν νύφη ακόμα, και γεννούσε το πολυαγαπημένο της και το μονάκριβο της το παιδί.

Ο μπάρμπ’-Αλέξης ύψωσε την σημαίαν, εμετρίασε τον δρόμον και απέδωκε τας τιμάς. Ο κελευστής της βασιλικής ημιαλίας, όστις εγνώριζε τον μπάρμπ’- Άλέξην από πολλών ετών, δεν ηδυνήθη να μη θαυμάση την ευχέρειαν και την ραστώνην μεθ' ης έπλεε. — Μπράβο, καπετάν-Αλέξη, τω έκραξεν, είσαι πολύ σβέλτος. — Αλήθεια, απήντησεν ο μπάρμπ’-Αλέξης . . . και μάλιστα ο σύντροφός μου.

Ο Μπαμπούκος δεν ήθελε ν' αφήση τον υιόν του να «ξεμπουρδαλιάζη» και εζήτει να τον πάρη μαζί. Αλλ' ο Πάπος αγαπούσε, ναι, της βάρκες, αγαπούσε και την θάλασσαν, αλλά δεν έστεργε την πειθαρχίαν. Η βάρκα εκείνη, επί της οποίας θα έπλεε με δύο άλλους ακόμη ο πατήρ του, θα ήτο πλωτή φυλακή δι' αυτόν. Και άμα εμυρίσθη, ότι ο πατήρ του εσκέπτετο να τον πάρη μαζί, εφρόντισε να γείνη άφαντος.

Και το χαριτωμένο κεφαλάκι της, γέμιζε από τόσους μεθυστικούς λογισμούς, κι έπλεε όλη σ' ένα πέλαγο επιθυμιάς και δίψας μπροστά σ' αυτό το ζωντανό όνειρό της, που τόσα χρόνια το πόθησε και το ζωγράφισε κατάβαθα στο νου της, η παιδική της φαντασία.