United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τας τρίχας άσπρης κεφαλής σκοπόν τας έχουν προσβολής, κι' είν' εμπαιγμός της μοίρας το παραπαίον γήρας. Όπου το πόδι μου σταθή και όπου περπατήσω, σιγά σιγά μ' ακολουθεί ο Χάρος απ' οπίσω. Αυτό το έρημο κορμί το τριγυρίζουν σκύλοι, κι' εχόρτασες και συ ψωμί μου λεν εχθροί και φίλοι. Ως φάσμα τρέχω της νυκτός μακράν του δρώντος κόσμου, και όπου τάφος ανοικτός μου φαίνεται 'δικός μου.

Η Μαχώ επίστευεν ότι θα εύρισκεν εις το Έρημο Χωριό δύο ή τρεις άλλας γυναίκας μαζύ με άλλα τόσα παιδία ή κοράσια, αίτινες διενυκτέρευον από ημερών εις τον τόπον, διά τον αυτόν λόγον και η Μαχώ.

Και το δρομαλάκι έμενε πάντα έρημο, χωρίς δένδρα, χωρίς σκιές, χωρίς διαβάτες. Ο Πέτρος κ' η Μαρία ήτανε δυο αδερφάκια αγαπημένα. Ποτέ δυο πλάσματα στον κόσμο δε σταθήκανε τόσο ταιριαστά και τόσον όμορφα ενωμένα. Ούτε μάννα με το παιδί της, ούτε καλός με την καλή του, ούτε περιστεράκι με το ταίρι του.

Ύστερα από λίγη ώρα έφυγαν οι Επιτάφιοι, καθένας για την εκκλησιά του, ο κόσμος τραβήχτηκε για το σπίτι τους, το νεκροταφείο έμεινε έρημο, και μοναχά ο Γιάννης στριφογύριζε βογγώντας ψηλά στο μνήμα του αδερφού του, σα λαβωμένο φείδι, κι' όταν ο ήλιος φώτισε τον Κόσμο μας με τες αργυρόχρυσες αχτίδες του, πήρε τα σύνεργα του νεκροθάφτη, που είταν χωμένα κάτω από ένα καλυβούτσι, άνοιξε τ' αδερφικό μνήμα μ' έγνοια, έμασε όλα τα κόκκαλα ένα-ένα, κι' αφού τα πότισε με καυτερά αδερφικά δάκρυα, τάβαλε μέσα στο σακκούλι του, σταυροκοπήθηκε κατά ήλιου και ξεκίνησε με την καρδιά καμένη και φλογισμένη για την έρημη την Πατρίδα, φορτωμένος τ' αδερφικά κόκκαλα, που έβγαλε από το ξενιτεμένο μνήμα, τα κόκκαλα εκείνα, που είταν αναστημένα με το ίδιο γάλα, και το ίδιο αίμα, για να τ' αποθέση στο ταπεινό κοιμητήρι του χωριού του!

Μα πού φρεγάδες; Το κύμα που ερχόταν δυναμωμένο από του Τσιρίγου το στενό και ο άνεμος, άξιοι και οι δυο ναυτικοί, επόδισαν σύνωρα τα καμαρωτά πλεούμενα και τους έδωσαν δρόμο στο ανοιχτό πέλαγο. Τότε οι καπετάνοι έπεσαν στα γόνατα. Φως φανερά έβλεπαν τόρα πως ήταν θέλημα θεού ν' απομείνουν πάνω στο έρημο και φοβερό ακρωτήρι. Ένα με το άλλο έχτισαν εκεί με τον καιρό τα εικοσιτέσσερα μοναστήρια.

Εις εκείνα τα μέρη, όταν την υπάνδρευσαν και την «εκουκούλωσαν», και την «ενεκροβλόγησαν» κατά την συνήθη φρασεολογίον της μητρός της, της είχαν δώσει ακόμη και την προίκα της. Το σπίτι, το Κάστρο το έρημο, και το χωράφι στο Μποστάνι, στον απάτητον κρημνόν.

Συλλογίστηκε λιγάκι κ' ύστερα ξανάρχισε: — Τι ελέγαμε; Για τις καλωσύνες. Καλωσύνες, π' ανάθεμά τες. Καλωσύνες. Μια γενιά καλωσύνες, μια γενιά φαρμάκια. Ήρθε ο πατέρας μου, θεός σχωρέσ' τον. Ένα ορφανό έρημο, παραπεταμένο, κλωτσημένο απ' τον κόσμο, απ' τον κόσμο πούφαγε ψωμί στο πατρικό του. Μοναχός του έγινε άνθρωπος. Με τα χέρια του, με τον ιδρώτα του, με τη δουλειά του.

Παντού τείχη γκρεμισμένα, χωριά δίχως κατοίκους, χωράφιαωργωμένα από τη φωτιά, — και τάλογά τους πατούσαν στάχτες και κάρβουνα. Στον έρημο κάμπο, σκέφτηκε ο Τριστάνος: «Είμαι βαρυεστημένος κ' είμαι αποσταμένος. Τι ωφελούν αυτές η περιπέτειες; Η αγαπημένη μου είναι μακρυά, ποτέ δε θα την ξαναϊδώ. Δυο χρόνια τώρα, πώς δεν έστειλε να με γυρέψη στης χώρες που γύριζα; Ούτε μια είδησί της δεν έλαβα.

Είχε το ένα πόδι του στον τάφο, μα τα μάτια του ήτανε βαθειά και ζωηρά, σαν μάτια παλικαριού, και το βλέμμα του το διαπεραστικό έλεγε πως ξέρει πολλά πράματα, που δεν τα ξέραν οι άλλοι. Είχε ακουμπισμένο το άσπρο του κεφάλι απάνω στον κορμό μιας πιπεριάς και κύτταζε παραπονεμένος το έρημο δρομαλάκι, που άσπριζε μες στην πρασινάδα του κάμπου.

Και όταν τα γλυκοχαράγματα εμφανισθή εις την πλαγιάν επάνω του βουνού ο ποιμήν, να προγγίση τα γίδια του, εις το Πρυή επάνω, τον Χριστόν θ' αντικρύση, κάτασπρον, την πρώτην εκκλησίαν, την Μητρόπολιν, καταμεσήςτο έρημο χωριό μου, εις το Κάστρο μου. Και κάμνων τον σταυρόν του θα ειπή: — Χριστέ, βοήθει!