United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άνοιγαν και τις παλιοκασέλες, τις ανάδεβαν έβγαναν μέσαθε κουρέλια των καταδίκων τα παλιοπουκάμισα, μην είχαν κ' εκεί στον πάτο μαχαίρια. Έψαχαν και τις σκουροφουφούδες μέσα. Έψαχαν και τα παλιοστρώματα, μην τάχαν μέσα στα άχυρα χωμένα. Ολούθ' έψαχαν.

Και όμως ήταν πεταγμένο στην κορφή ενός βράχου και ήσαν τ' ακανόνιστα δόντια των πετρών επίβουλα χωμένα μέσα στα ξύλα της καρίνας του· και ήσαν τα ξύλα της καρίνας του απελπιστικά σφιλιασμένα μέσα στα λακκώματα και τις σχισμάδες της πέτρας. Ούτε νερό ούτε άνεμος ημπορούσε να περάση αποκεί.

Ο Έφις σήκωσε το χαλκοπράσινο πρόσωπό του, σκληρό σαν μπρούντζινη μάσκα, και κοίταξε το αγόρι με τα μικρά γαλαζωπά του μάτια, χωμένα μες στις κόγχες και περιτριγυρισμένα από ρυτίδες: κι εκείνα τα μάτια, ζωντανά και λαμπερά, φανέρωναν μια παιδική αγωνία. «Σου είπαν εάν πρέπει να γυρίσω αύριο ή απόψε;» «Αύριο, σας είπα! Όσο θα λείπετε στο χωριό εγώ θα είμαι εδώ να φυλάω το κτήμα».

Κατά τες δυτικές οχθιές της, που ανάμεσ' απ' αυτή κι από σειρά χαμηλών βουνών απλωμένων από βορριά σε νότο σχηματίζεται μια μικρή κοιλάδα, στενή λουρίδα, που ανταμώνει τον πέρα με τον δώθε πλατύκαμπο, συμπυκνώνεται η πόλη του Γιαννίνου σε μεγάλο άπλωμα, με τα βυζαντινά κι αληπασαλήτικα κάστρα της, χωμένα μέσα στη λίμνη, με τους στενούς και λιθόστρωτους δρόμους, τα παλιά σπίτια και σαράγια, τα μπεζιστένια, τες εκκλησιές και τα σκολιά, με τες πυκνές σκεπές και τα πολλά δέντρα και με τους δεκαοχτώ ψηλούς μιναρέδες της, που με περίσσιο θράσο πετιούνται απάνου από κάθε χτίριο και κάθε κλαρί κι οπού τα κατακίτρινα μεσοφέγγαρά τους αστραποβολούν στον ήλιο.

Ύστερα από λίγη ώρα έφυγαν οι Επιτάφιοι, καθένας για την εκκλησιά του, ο κόσμος τραβήχτηκε για το σπίτι τους, το νεκροταφείο έμεινε έρημο, και μοναχά ο Γιάννης στριφογύριζε βογγώντας ψηλά στο μνήμα του αδερφού του, σα λαβωμένο φείδι, κι' όταν ο ήλιος φώτισε τον Κόσμο μας με τες αργυρόχρυσες αχτίδες του, πήρε τα σύνεργα του νεκροθάφτη, που είταν χωμένα κάτω από ένα καλυβούτσι, άνοιξε τ' αδερφικό μνήμα μ' έγνοια, έμασε όλα τα κόκκαλα ένα-ένα, κι' αφού τα πότισε με καυτερά αδερφικά δάκρυα, τάβαλε μέσα στο σακκούλι του, σταυροκοπήθηκε κατά ήλιου και ξεκίνησε με την καρδιά καμένη και φλογισμένη για την έρημη την Πατρίδα, φορτωμένος τ' αδερφικά κόκκαλα, που έβγαλε από το ξενιτεμένο μνήμα, τα κόκκαλα εκείνα, που είταν αναστημένα με το ίδιο γάλα, και το ίδιο αίμα, για να τ' αποθέση στο ταπεινό κοιμητήρι του χωριού του!

Καθένας με τα χέρια του στον κόρφο του χωμένα κυττάζει ολόγυρα να 'δή πούθε το χρήμα θάρθη και μήτε ταποτρίμματα στέργει να δώση σ' άλλους, και λέει: «καθένας μας εδώ κυττάει τον εαυτό του »κ' εγώ κυττάζω όσο μπορώ πειότερα ν' αποκτήσω· »πάντα φροντίζουν οι θεοί για τους τραγουδιστάδες. »Κ' έπειτα, ποιόν νακούσωμε; Ο Όμηρος φθάνει για όλους. »Για μένα πιο καλός, αυτός που χρήμα δε μου παίρνει

Δίπλα μας τακρογιάλια, βαθύτερα απάνω τα χωράφια και τα λιοτόπια εκοιμώνταν μαγικά κι ονειρεμένα, χωμένα κι αφτά μες στους βαθιούς τους ίσκιους τους. Εδιαβαίναμε τόρα ανάμεσα τους κάβους του Αγιανιού και στο νησάκι. Ακίνητος εδώ, διάπλατος ποταμός απλωνόταν το στένωμα. Ορθόκορμο από τη μια μεριά το χλοερό νησάκι, έκοβε της ξεπνοϊσμένης νυχτομπασιάς το δροσερό το φύσημα, μες απ τα πέλαγα ταπέραντα.

— Ε, σαν την Πόλη, ντε κ' εγώ. — Έχς πάει εσύ στα Γιάννινα; — Όχι. — Τότενες που τα ξέρς; — Όπως τα γλέπω από τη ράχη. Έτσ' είνε κι αυτά μέσα στο λόγγο χωμένα, σαν το χωριό μ'. Έχουν και μια λούτσα στν' άκρη. Εκεί ποτίζουν τα πράμματα τσ' αυτοίνοι; Για, μαλλιά τράω κ' έχετε φορτωμένα.

Άλλη μισή ώρα, και τα δυο εκείνα σκοτωμένα θεριά είτανε χωμένα, και το νιόσκαφτο χώμα σκεπασμένο με κληματόβεργες και στοιβιές. Και τώρα δεν είχαμε στο καλύβι παρά το λείψανο του Γιωργάκη μου. Του πλύναμε τα στήθια, ρίξαμε στη φωτιά τα ματωμένα του ρούχα, τονε σαβανώσαμε, όλα τα κάμαμε.