United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πάω τρίτη· πάλι το ίδιο. Δεν αρκεί που μας ετάιζεν όλα τα ρέπεια πράγματα· ήθελε και το λάδι να μας κόψη. Η φιλαργυρία και η απονιά συχαμερή αρρώστια του. Φυλάω κ' εγώ μιαν ημέρα που ήμουν στο τιμόνι, παίρνω τον Άγιο Νικόλα, τον δένω στο δοιάκι και το αφίνω μάρμαρο. Το καράβι άρχισε να γυρίζη σαν άμυαλο στη θάλασσα. — Μπρε Γιάννη! μου φωνάζει ο καπετάνιος. Ποιον άφηκες στο τιμόνι;

ΑΝΤΩΝ. Είμαι σοβαρώτερος παρ' ό,τι συνηθώ· πρέπει να γένης και συ το ίδιο, και κάνοντάς το, τριπλασιάζεσαι. ΣΕΒΑΣΤ. Ας είναι· είμαι ατάραχος ωσάν νερό στεκάμενο. ΑΝΤΩΝ. Εγώ θέλει σε μάθω να τρέχης. ΣΕΒΑΣΤ. Τρέχα συ· μία προγονική οκνηρία μ' έμαθε να φυλάω τα ρηχά. ΑΝΤΩΝ. Ω! να ήξερες πόσο λατρεύεις την ιδέα εκεί που την αναπαίζεις! πόσο, γδύνοντάς την, πλέον σφικτά την περιλαμβάνεις!

Μα κ' η κοσκινομάτισσα η σταχολόγα η Γραίω κι αυτή που την ερώτησα αληθινά μου τώπε πως είμ' εγώ τρελλός για σε και συ δε με λογιάζεις. Φυλάω για σένα κάτασπρη και διπλομάννα γίδα, που την ζητά η μελαχροινή του Μέρμνωνα δουλεύτρα· σαν δε με καταδέχεσαι σ' αυτήν θα τη χαρίσω.

Ο Έφις σήκωσε το χαλκοπράσινο πρόσωπό του, σκληρό σαν μπρούντζινη μάσκα, και κοίταξε το αγόρι με τα μικρά γαλαζωπά του μάτια, χωμένα μες στις κόγχες και περιτριγυρισμένα από ρυτίδες: κι εκείνα τα μάτια, ζωντανά και λαμπερά, φανέρωναν μια παιδική αγωνία. «Σου είπαν εάν πρέπει να γυρίσω αύριο ή απόψε;» «Αύριο, σας είπα! Όσο θα λείπετε στο χωριό εγώ θα είμαι εδώ να φυλάω το κτήμα».

Αντίπερα Να πάω, να περάσω Δεν 'πόρεγ' αν δεν έμπαινα 'Πό μέσα του. Και 'μπαίνω. Και 'μπαίνω ως τα γόνατα. 'Σ την άκρη πέρα 'βγαίνω, Κ' εκεί είδα άλλον δαίμονα Μαύρον ωσάν το ράσο. Εκείνος μ' είδε· φώναξε, Τι θέλω, τι ζητάω· Κ' εγώ τον απεκρίθηκα: « Αδέλφι μου, δεν 'ξέρω » Εδώ κ' εγώ πού 'βρίσκομαι·» Μούπε: «Σ' αυτό το μέρο » Δεν 'ξέρεις πως τ' Αλή-Πασσά · » Τη φυλακή φυλάω;...»

Κι' αληθινά, σε τρεις μέραις, ήρθε το καράβι. Το θυμάσαι, μήνες είνε από τότε. Η Αρχόντω, μετά μικράν σκέψιν είπε: — Πας να την φωνάξης; — Ποια, την Χ., του καπετάν Λυμπέρη; Τέτοιαν ώρα, έρχεται; — Τι ώρα είνε; Η κόττες τώρα κάτιασαν. — Πώς να πάω, μάνα; φοβάμαι. -Βγαίνω στο παραθύρι και σ' αγναντεύω· σε φυλάω με το μάτι· τρεις πόρτες παραπέρα είνε. — Ας πάω.

Στη βάρκα σου, καπετάν Βασίλη, γυρίζει σε μένα· στη βάρκα σου και μας σήκωσε. Το φαγί το φυλάω γι' άλλη φορά, σαν ξανανταμωθούμε με το καλό. Άνεμον ξαφνικά μας έβγαλε ο Καράμπαμπας. Εσφύριζεν άγριος και ανατάραζε από άκρη σε άκρη τη θάλασσα. Τα ξύλα, τόσες ημέρες ξένοιαστα, τ' άρπαξε στην τρελή του δύναμι και τα εσκόρπισε φτερά σε όλο το πέλαγο.

Όμως στάσου να σκύψω το κεφάλι μου, για να συχάσει ο νους σου. Δεν έχω πιο σημαντικό με τους θεούς σημάδι, 525 τι το φυλάω ασάλεφτο κι' αληθινό, και πάντα θα γίνει ότι κι' αν τάξω εγώ κουνώντας το κεφάλιΈτσι είπε ο Δίας, και κουνάει τα μελανά του φρύδια, και γύρω στο θεοτικό κεφάλι ανασαλέβουν τ' αθάνατα του τα σγουρά, κι' ο βούναρος τραντάζει. 530 Έτσι σαν τα μιλήσανε, χωρίζουνται.

Το βεβαιόνω, αφέντη, και τα φυλάω, επειδή είναι σημάδια πως έχει τύχη καλύτερη απ' τη δική μας. Να είναι λοιπόν σκλάβος του Άστυλου δε μου κακοφαίνεται· όμορφος δούλος όμορφου και καλού αφέντη· μα δε μπορώ να υποφέρω να γίνη ξεντρόπιασμα του Γνάθωνα, που βιάζεται να τον πάη στη Μιτυλήνη για να τον έχη σαν γυναίκα.

Κι αφτό θέλει καιρό. Στο Παρίσι έχουμε να κάμουμε μάλιστα με το παραπάνω. Για τούτο και γω δεν το κατορθώνω να καταπίνω βιβλιοθήκες. Να μη νομίζη λοιπόν ο κόσμος πως φυλάω μέσα στο νου μου όσα γράφουνται στην Αθήνα. Βέβαια όχι, και το λυπούμαι, μα δεν μπορώ να ταλλάξω. Θα μου άρεζε να τα διάβαζα όλα. Δε θα πη όμως αφτό πως πρέπει κανείς όλους να τους χωνέβη και να του αρέσουν όλα.