United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα περιστέρια κατέβαιναν άσπρα σαν το χιόνι, ήμερα-ήμερα, κ' ετσιμπούσαν το σταρόσπυρο από τα χέρια των κοριτσιών. Τι χέρια, Παναγιά μου. Πιο άσπρα κι' από τα περιστέρια. Δεν ήξερες ποιο έτρωγε και ποιο τάιζε. Κ' έλεγα κ' εγώ ο χαημένος: νάμουνα περιστέρι να δίπλωνα τα φτερά μου απάνω στις πλάτες καμμιάς Βενετσάνας, να μείνω όλη μου τη ζωή εκεί απάνω!

Ίσως γι’ αυτό έφυγα, περισσότερο γι’ αυτό παρά για το κακό που έκανα.» «Να σε ρωτήσω κάτι άλλο. Όταν ήρθες στο κτηματάκι, την τελευταία φορά, το ήξερες κιόλας;» «Το ήξερα.» «Λοιπόν», είπε ο Έφις ενώ σηκωνόταν, «είσαι ένας πραγματικός άντρας!» «Τι τα θέλειςαπάντησε αμέσως ο Τζατσίντο κολακευμένος. «Γνωρίζω λίγο τη ζωή, τίποτε άλλο.

Και προ καιρού, όταν διεσκεδάζατε μαζή, ο Θράσων, συ και ο Δίφιλος, είχατε εκεί την αυλητρίδα Κυμβάλιον και την Πυραλλίδα, που είνε εχθρά μου και συ το ήξερες.

Μα όταν μπαίνη μέσα, έρχεται ίσια σε με, βγάζει το φυλαχτό και μου λέει τι έχει μέσα. Έπειτα μου το φέρνει εμπρός στο στόμα και με παρακαλεί να το φιλήσω. Το κάνω για να μην της ταράξω τη χαρά και μ' ένα ευτυχισμένο χαμόγελο το ξανακρύβει στο στήθος της ενώ λέει: — Αν ήξερες πόσο είμαι ευτυχισμένη όταν είμαι έξω κοντά στο Σβεν, δε θα σε πείραζε που πηγαίνω τόσο συχνά.

Αν είμαι νευρικός ακόμα, αν δε σε κρατώ μαζή μου, αν σου φάνηκα, τόσο κακός, είναι γιατί από στιγμή σε στιγμή περιμένω την κόρη μου. Λέλα, καλή μου Λέλα, αν ήξερες .. . ΛΕΛΑΠριν έρθω εδώ επάνω, μάθε το Τάσσο, ήξερα πως η Δώρα δεν είναι μαζή σου. Την είδα, μου τη δείξανε μέσα στη βάρκα. Η βάρκα ήρθε κοντά στη ξηρά και πάλι μάκρυνε προς το πέλαγος. Βρήκα τη στιγμή για νάρθω επάνω.

Είτα είπε μεγαλοφώνως: — Τι να σου πω κ' εγώ; Εσείς πάτε και δίνετε υπόσχεσι, κ' ύστερα δεν ξέρετε να σηκωθήτε με την ώρα σας τουλάχιστον, να πάτε κει που έχετε δώσει λόγο... κι' άλλος ας καρτερή... ένα πράμμα που σου είνε κοπιαστικό και δύσκολο, απ' αρχής πρέπει να το συλλογίζεσαι, να το μετράς καλά, να μη δίνης το λόγο σου... Τι δουλειά είχες, εσύ, νοικοκύρης άνθρωπος, να τρέχης στα κατσάβραχα, απάνω στον Άι- Γιάννη, για να κάμης Πάσχα;... Δεν ήξερες ναρθής στον Άι- Χαράλαμπο;... Τι σε κάμω εγώ;... Εδώ θελά χρησιμέψης... θελά ψάλουμε μαζύ την Ανάστασι, θελά λειτουργηθής μια χαρά, και η μυζήθρα και το χλωρό τυρί δεν ήθελε μας λείψη... Έχω κ' εκείνο τον αχαΐρευτο τον υποτακτικό μου το Γαβριήλ, όπου δε φελά τίποτε... έχω και τη γρηά την Ευπραξία, ένα σωρό κόκκαλα, νάχουμε την ευκή της... τρεις κούκκοι!

Θα σας διηγηθώ πώς έκαμε ο Μιλέζος….. Ήρθε εδώ μια μέρα σαν το πουλί που δεν έχει φωλιά…Αλλά ο Τζατσίντο άκουγε απογοητευμένος με χαμηλωμένο το κεφάλι, στραβώνοντας λίγο το στόμα από αηδία, και ξαφνικά ανάγειρε με τον αγκώνα να στηρίζεται στη χλόη και το κεφάλι να ακουμπά στο χέρι του, ενώ μασούσε με θυμό το βλαστό της βρώμης. «Εάν ήξερες!

Δεν μπορούμε να κανονίσουμε τη μοίρα μας», παραδέχτηκε ο Έφις. «Νομίζεις ότι θα είναι ευτυχισμένη εάν παντρευτεί το θείο Πιέτρο; Δεν φτάνει το ψωμί για να μας κάνει ευτυχισμένους, τώρα το καταλαβαίνω κι εγώ…. Χρειάζονται και άλλα!» «Εσύ όμως, πες μου, εσύ…» «Εγώ;» «Ναι, εσύ, το ήξερες;» «Τι να σου πω; Ένας άντρας τα καταλαβαίνει πάντα αυτά τα πράγματα.

Να το ήξερες, καϋμένη μάνα και ν' άναβες ένα κερί στον Αϊνικόλα! εσκέφθηκα. Τρέχω να εύρω τον δρόμο του αστραπόβολου, γυρίζω στα κατάστρωμα, πασπατεύω εδώ, ψαχουλεύω εκεί· τίποτα δεν βλέπω. Οι ναύτες ολόγυρά μου με τα χάλκινα σκεύη νεκρά τόρα στα χέρια τους, πανιασμένοι εγύριζαν αρκουδίζοντας, έπιαναν τα σανίδια, εψηλαφούσαν τις κουπαστές με αγωνία θανάσιμη.

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑΌμως ήρθες να τον βρης εδώ ενώ ήξερες πως έχει τώρα μαζή του την κόρη του και δεν έπρεπε ναρθής. ΛΕΛΑΔεν ξέρω κ' εγώ πώς βρέθηκα μέσα στο βαπόρι και πώς βρίσκομαι εδώ. Μου φαίνεται πως είμαι υπνοβάτις και μία δύναμι με διευθύνει που δεν μπορώ να της αντισταθώ. Ήθελα να τον ιδώ ακόμα μια φορά. Νόμιζα πως αυτό θα μ' έφθανε. Ύστερα είδα πως δεν μ' έφθανε.