United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θανάση, ξύπνα· κάτσε εκεί που πάντα συνειθίζεις Και το γλυκό σου πάρε μας, Θανάση, το τραγούδι, Οπού τ' ακούγουν τα βουνά και χαίρουν, καμαρώνουν, Τ αγρίμια κ' ημερεύουνε, τα δέντρα χαμπηλώνουν, Και χύνει μόσχο-ανασασμό του βράχου το λουλούδι Γιατί σε τέτοια συλλογή κάθε χαρά να πνίξης; Η λίμνη πώς σε καρτερή τα χείληα σου ν' ανοίξης!! Και τι γλυκότερο απ' αυτό!

Με κανέναν τρόπον δεν ηθέλησε να με υπακούση διά να υπάγω· αλλά διά να κάμη τον Αμπίμπην να μην υποπτεύση διά εμένα, με έκαμε να του γράψω μίαν επιστολήν πως να μη με καρτερή εκείνην την νύκτα, με το να ευρίσκωμαι μαζή με κάποιους φίλους μου, χωρίς να φανερώσω το πού είμαι. Και κάνοντας αυτήν την επιστολήν μου την επήρε και την έστειλε του φίλου μου με ένα της σκλάβον.

Του απάντησ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 560 «Εύμαιε, τα πάντα παρευθύς μ' αλήθεια θα ιστορούσα της Πηνελόπης, συνετής του Ικαρίου κόρης•την δυστυχία σύντροφος τα πάθη αυτού γνωρίζω. αλλά το πλήθος των κακών μνηστήρων με φοβίζει, 'που την αυθάδεια σήκωσαν ως τ' ουρανού τον θόλο. 565 ότι και τώρα, οπότε αυτός, 'ς το δώμα ενώ γυρνούσα, μ' εκτύπησε, μ' επλήγωσε, χωρίς κακό να πράξω, βοηθός μ' ούτε ο Τηλέμαχος δεν έδραμεν ούτ' άλλος. της Πηνελόπης άρα ειπέ, πολλήν αν κ' έχη βία, να καρτερήτον θάλαμον ο ήλιος ως να δύση. 570 τότε ως προς την επιστροφήν ας μ' ερωτά του ανδρός της, και ας με καθίση αυτούτην στιά• παληά ρούχα φοράω, καθώς το ηξεύρεις, τιεσέ πρώτον ικέτης ήλθα».

Και την παρέβαλε με την σημερινήν κατάστασίν του, να κάθεται γυναίκα χάσασα όλην την δρόσον και την περιποίησίν της να σε καρτερή εις τον νερόμυλον με δύο παιδιά, οπού το ένα να διηγήται παραμύθια στο άλλο. Βεβαίως η δευτέρα θέσις τον συνεκίνει κάπως, αλλ' η πρώτη του εφαίνετο πλέον επιθυμητή, και ευχαρίστως θα εδέχετο να ξαναρχίση πάλιν.

Εγώ μη ζητώντας άλλο από αυτό, έτρεξα αφού και ανεχώρησα απ' εκεί προς τον περιβολάρην διά να του δώσω την είδησιν διά την καλήν μου τύχην, και διά να μη με καρτερή εκείνην την νύκτα· έπειτα εγύρισα εκεί που ήμουν, και ανάμενα με ανυπομονησίαν μεγάλην διά να έλθουν να με κράξουν.

— . . . Τα μυρίστηκα εγώ, που ήθελαν να κρυφτούν κάτω στο ρέμμα, δίπλα στο δρόμο μας . . . Τους άκουσα που μουρμούριζαν οι δύο τους: — «Βρε συ, Στάθη, καϋμένε, να, με την κάπα να στήσης ολόρθη την κουκούλα, και τα μανίκια της κάπας να τα σηκώσης ψηλά, να φαίνεται σα στιχειόΠού, βρε συ, Γιάννη; του λέει ο άλλοςΝα, κάτω, στα σχίνια εκεί . . . κ' εγώ να κάνω το βοϊδάκι, τάχα, να μουγκρίζω . . . κι' απέκει, σα λακκήσουν, τους παίρνουμε με τα κοτρώνια». Σαν τάκουσα, καλά, να σας δείξω εγώ! . . . Λέγω της γρηάς να καθίση στην άκρη, να βαστά τον ανασασμό της, και να με καρτερή, κ' έφτασα . . . «Πού πάς; — ΣώπαΠαίρνω το μονοπάτι, στην πέρα πάντα . . . Κατά τα σκίνια αυτοί, κατά τα πρινάρια εγώ . . . Τους βλέπω αντίκρυ που παραμόνευαν κρυμμένοι.

Χουλά, είναι καιρός διά να παρασταθής εις τον Κατή. Σήκον λοιπόν, διότι δεν ημπορεί να σε καρτερή. Ο Κουλούφ ακούντας τούτο, αναστέναξεν από καρδίας και η γυναίκα του εδόθη εις κλάψιμον· ταλαίπωρε Κουλούφ, του είπε· πόσον ακριβά θέλει σου κοστήσει η γυνή σου.

Εις καιρόν δε που έκανα όλα αυτά και εμεταμορφωνόμουν, ο Λαλάς μου αποκάνοντας που να με καρτερή ήλθεν εις το σπήτι του περιβολάρη διά να με ιδή το τι κάνω, ο οποίος εμβαίνοντας εκεί δεν ημπόρεσε να κρατηθή από τα γέλοια, από την έκστασίν του διά την παράξενην μορφήν μου. Και αφού του διηγήθηκα την απόφασίν μου, του έδωσα θέλημα κάποτε να έρχεται εκεί διά να μαθαίνη το τι ακολουθεί.