United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ξένος είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό και τον άκουγε, με τον ναργιλέ σβυσμένο, με το μαρκούτσι πεσμένο από τα χέρια του. Οι άλλοι μουρμούριζαν από μέσα τους: «Καλά τα λες, Μπαρμπα-Νικόλα, μα ποιος σακούει!» — Έτσι που λες, κύριε έφορα, ξαναείπε ο Μπαρμπα-Νικόλας, άμα συνέφερε λιγάκι. Αυτός είνε ο Μπαρμπα-Νικόλας. Ο Μπαρμπα-Νικόλας είνε το ψοφήμι.

Μέσα στις ξεκομμένες, βιαστικές κουβέντες κάτι παράξενο νέο τους έφερνε. Άλλοι κουνούσαν το κεφάλι, άλλοι μουρμούριζαν κ' έφευγαν. Κοντά σε όλους και ο Μαθιός με το φάκελλο του ταχυδρομείου. Είχαν χυθή να του τον αρπάξουν από τα χέρια. Ο Μαθιός αντιστεκότανε. — Δεν μπορώ, παιδιά. Θα πάω στο γραφείο. Δεν μπορώ νανοίξω το φάκελλο. Ό,τι έχετε θα το λάβετε. Πολλοί τον ακολούθησαν από πίσω.

Έκλεισε τα μάτια και τράβηξε το χράμι επάνω στο κεφάλι του. Και να που ξαναβρέθηκε επάνω στο τοιχάκι του μικρού κτήματος. Τα καλάμια μουρμούριζαν, η Λία και ο Τζατσίντο κάθονταν σιωπηλοί μπροστά στην καλύβα και κοίταζαν προς τη θάλασσα. Του φάνηκε πως αποκοιμήθηκε. Ξαφνικά όμως τινάχτηκε, είχε την αίσθηση ότι γκρεμιζόταν από το τοιχάκι. Είχε πέσει από την άλλη μεριά, στην κοιλάδα του θανάτου.

Διά τούτο τον εμίσει και αυτός και οσάκις διέβαινεν από κοντά του, δεν παρέλειπε να του ρίξη μερικές πέτρες. Αυτός ήτον ο εχθρός του. Τον εμίσει περισσότερον και από τον δάσκαλον. Όλοι οι άλλοι, βράχοι, δένδρα, άνθη, που χαμογελούσαν επάνω στις ψηλές πέτρες, ή βρυσούλες που μουρμούριζαν μες στα κλαδιά και τα καθάρια χαλίκια, ήσαν φίλοι του. Αλλ' ο καλλίτερος του φίλος ήτον ο Θοδωρής.

Η γρηά ξεφώνιζε: — Ακούς εκεί νοικοκυρά γυναίκα να με πη στρίγγλα! Ο μπεκρούλιακας! Κ' έκλαιγε σαν το μωρό παιδί. — Σα δε συμμαζώνης τη γλώσσα σου; είπε πάλι, πιο μαζεμμένος τώρα, ο Μαθιός. Άνθρωπος είμαι κ' εγώ. Αίμα έχω στις φλέβες μου. Ο Καπετάν Λαλεχός στάθηκε μια στιγμή, ως που να καταλάβη τι γίνεται, ακουμπώντας στη μαγκούρα του. Οι γυναίκες τριγύρω μουρμούριζαν από τα παράθυρα.

Εκείνοι μουρμούριζαν κι οι δυο: — Φτώχεια μεγάλη, δέσποτά μου. Εμείς χαραμήδες δεν είμαστε. Να που μας έβαλε, βλέπεις, ο Τρισκατάρατος.. Η φτώχεια..... Ο ηγούμενος τους απόκοψε αυστηρός: — Όποιος είνε φτωχός δε κλέβει. Και τη φτώχεια ο Θεός την έδωσε. Κατακολαστήκατε σήμερα, κι ο Θεός να σας συχωρέση..... Κι απόμεινε σκεφτικός. Ύστερα τους ζύγωσε και τους έλυσε τους αγκώνας.

Στο άρθρο αυτό, που περίληψή του βρίσκεται στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Ίδα: «ΟΣΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ», είχα διαπράξει τότε, που τόβαλα στο «Νουμά», και μιαν ασέβεια. ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ από την Αθήνα για την Πόλη ένας ποιητής, θα ένοιωθε γονιμότητα· σαν από βρύσες κρυφές θα ανάβρυζαν μέσα του παλιές ιστορίες, και λέξεις «θα μουρμούριζαν διαβαίνοντας.

Λείπει θα πης το σιντριβάνι, δε σε λιγοθυμούν εδώ τα μοσκοβότανα του Εφέντη, μα βασιλεύει χάρη, που τάλλο δεν την είχε το περιβόλι. Ίσως επειδή εκεί έπεφτε η αντηλιά του μεσημεριού, κ' εδώ σκορπιέται η δροσιά της βραδιάς. Ίσως επειδή εκεί μουρμούριζαν περιστέρια, κ' εδώ παίζουν οι λωλές αυτές πέρδικες· εκεί πάτημα γάτας δεν άκουγες, και δω όλο τρέξιμο και φωνές.

— . . . Τα μυρίστηκα εγώ, που ήθελαν να κρυφτούν κάτω στο ρέμμα, δίπλα στο δρόμο μας . . . Τους άκουσα που μουρμούριζαν οι δύο τους: — «Βρε συ, Στάθη, καϋμένε, να, με την κάπα να στήσης ολόρθη την κουκούλα, και τα μανίκια της κάπας να τα σηκώσης ψηλά, να φαίνεται σα στιχειόΠού, βρε συ, Γιάννη; του λέει ο άλλοςΝα, κάτω, στα σχίνια εκεί . . . κ' εγώ να κάνω το βοϊδάκι, τάχα, να μουγκρίζω . . . κι' απέκει, σα λακκήσουν, τους παίρνουμε με τα κοτρώνια». Σαν τάκουσα, καλά, να σας δείξω εγώ! . . . Λέγω της γρηάς να καθίση στην άκρη, να βαστά τον ανασασμό της, και να με καρτερή, κ' έφτασα . . . «Πού πάς; — ΣώπαΠαίρνω το μονοπάτι, στην πέρα πάντα . . . Κατά τα σκίνια αυτοί, κατά τα πρινάρια εγώ . . . Τους βλέπω αντίκρυ που παραμόνευαν κρυμμένοι.