Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Επερίμενα ανυπομόνως ν' αρχίση η ομιλία, όπως εννοήσω τι θέλουν, αλλ' ουδείς ελάλει, αι δε περί εμέ φυσιογνωμίαι δεν εξέφραζον ευαρέσκειαν. Επί τέλους ο πρεσβύτερος, των δημογερόντων έλυσε την σιωπήν. ― Τι είναι τούτος που μας έφερες εδώ, Παντελή; Φωτιά 'βαλες 'ς το κεφάλι μας! Καλλίτερα να χαθή τούτος παρά όλοι μας εδώ !
— Ναι, τόρα θα φύγωμε. . . . . . — Τόρα αμέσως! δεν βλέπεις; Η Μάρω στραφείσα είδε τας ετοιμασίας των χωρικών κ' ενόησε τον κίνδυνον. Έλυσε τον Γιάννον από του πάλου και χωρίς να χάνωσι καιρόν εξήλθον του πύργου, από του αντιθέτου μέρους της αυλής.
— Μη φεύγης, πατέρα, δεν ακούεις ο άνεμος πώς φυσά! — Και ημπορώ να μη φύγω, παιδί μου; Αν δεν ψαρέψω, πώς να φέρω το βράδυ χρήματα 'ς το σπίτι! Και με όλην την κακοκαιρίαν έλυσε την βάρκαν του ο κυρ Σταμάτης ο πατέρας της μικράς Φωτεινής, και έφυγεν εις την ανοικτήν θάλασσαν.
Κάποιος όμως από τους χωριάτες, που χρειαζότανε σκοινί για να τραβήξη μια πέτρα, που μ' αυτή θα έλιονε τα πατημένα αποτρυγήδια, επειδή του είχε κοπή το προτητερινό του, αφού πήγε κρυφά στη θάλασσα και σίμωσε το αφύλαχτο καΐκι, έλυσε το παλαμάρι, τόφερε σπίτι του και το μεταχειρίστηκε σ' ό,τι του χρειαζότανε.
— Μα έλα δα! έκραξε προς αυτόν ο Καλούμπας, άμα τον είδε να έρχεται χωρίς τον υιόν του. Έλα, κι' ας κουρεύεται! — Καλλίτερα, λείπει κι' ο μπελάς του, παρετήρησεν ο Νειόγαμπρος. Ο γέρων θαλασσινός έκυψεν, έλυσε την μπαρούμαν, κ' επήδησε στη βάρκα. Ομοίως και οι άλλοι δύο. — Μου έβγαλε την ψυχή ανάποδα, το διαολόσκυλλο, είπεν ο· Μπαμπούκος, να τρέχω να τον κυνηγώ. Ήτον πράγματι πολύ ωργισμένος.
Έλυσε η Λιόλια το σχοινί που ήτανε δεμένο απάνω στη μυγδαλίτσα και την τυραννούσε και το πέρασε πίσω απ' το σωλήνα της βρύσης που ξέβγαινε λιγάκι απ' τον τοίχο της μάντρας. Ότι είχαν αποφάει. Η Λιόλια είχε βγη να καθήση στα σκαλοπάτια μπρος την πόρτα της αυλής.
Ο αρχιληστής ήρπασε πάραυτα τας κλείδας, έλυσε τον δέσμιον οικονόμον και λέγει αυτώ: — Εμπρός! Κ' εξήλθον. — Αχ! ηκούσθη θλιβερά τότε των δεσμίων φωνή, ως ν' απεσπάτο από της ρίζης η καρδία των.
Ο γέρων Οικονόμος έλυσε τον επίδεσμον και παρετήρησεν ότι έλειπον όλοι οι πρόσθιοι οδόντες του μπάρμπα Κώστα και εκ των δύο σιαγόνων. Και καταπνίγων θλίψιν τινα ενδόμυχον: — Δεν έχεις τίποτε, είπε. Μόνον πώς θα σ' έχουμε πλέον χωρίς δόντια. — Δόκθα θοι ο Θεός! Δόκθα θοι ο Θεός! — Πλην μη λυπήσαι· την θέσιν σου θα την έχης πάντοτε εις την Εκκλησίαν και εις την καρδίαν μου.
Ο ιατρός εκάθισε να γράψη την δήθεν συνταγήν, η δε Κυρά Λοξή εν τω μεταξύ απέσυρεν εκ του κόλπου το μανδήλι της, έλυσε την άκραν του και λαβούσα εκείθεν δύο αργυρά πεντόδραχμα τα απέθεσεν αθορύβως επί της τραπέζης, ενώ ο ιατρός της έτεινε την συνταγήν. — Τι είναι τούτο; ανεφώνησεν ο ιατρός. Πάρε τα οπίσω! Αυτήν την ώραν δεν δέχομαι επισκέψεις, μόνον τους φίλους μου δέχομαι.
Διά τούτο και συζήτησις έγεινέ ποτε μεταξύ δύο μωροσόφων περί αυτού, εάν ο Αλέξανδρος είχε την ψυχήν του Πυθαγόρου, όπως είχε και τον χρυσούν αυτού μηρόν, είτε άλλην ανάλογον. Το ζήτημα υπεβλήθη εις τον Αλέξανδρον, ο δε θεός Γλύκων έλυσε διά χρησμού την απορίαν•
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν