Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Ο Πλούτων αφυπνισθείς επήδησε χαμαί άνευ περαιτέρω διατυπώσεως, και βυθίσας τους εμπροσθίους του όνυχας εις τον παχύν της αιθούσης τάπητα εκύρτωσεν ευαρέστως την ράχιν του, η δε κυρία Ερμιόνη ανεγερθείσα ήνοιξε μίαν των επί της οδού θυρίδων. — Να πάρωμεν ολίγον αέρα, και κλείω ευθύς, είπε προλαμβάνουσα πάσαν του ανδρός της διαμαρτύρησιν.
Έπειτα η Αμερικάνα επέθανε ή του έφυγεν ή και την εσκότωσε. — Είχε δα και στο βλέμμα κατιτί άγριο σαν του φονιά. — Λοιπόν την εσκότωσε. Αγόρασε το ξύλο. Μπα! αυτός ν' αγοράσει; αυτός να δουλέψη; Να, σε κάποιον κόρφο το ευρήκεν αρραγμένο, επήδησε μέσα τη νύχτα, εσκότωσε τον καραβοκύρη με τον λάζο του — είχε δα κ' ένα φοβερό λάζο! — έβαλε μέσα το παιδί του κ' εγύρισε στο νησί.
Κυλήσου, ζύμη γήινη, το κέντρον σου να εύρης . ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Ρωμαίε μου! Εξάδελφε! Ρωμαίε! ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Έχει γνώσιν ο νέος, και θα έφυγε να 'πάγη να πλαγιάση. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟ Τον είδα· έτρεξ’ απ' εδώ κ' επήδησε τον τοίχον. Μερκούτιέ μου, κράξε τον. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Και να τον εξορκίσω· — Ρωμαίε! παλαβέ, τρελλέ, ερωτοπληγωμένε!
Μεταξύ των ήτο μία όρνιθα με άσπρα πτερά και κοντά ποδάρια, η οποία έκαμνε πάντοτε τα αυγά της με όλην την τάξιν και ήτο πολύ καθώς πρέπει όρνιθα. Όταν επήδησε και αυτή εις έν ξύλον διά να κοιτάση, εξύσθη με την μύτην της και της έπεσεν έν μικρόν πτερόν. — Πάγει και αυτό, είπεν. Όσον μαδούν τα πτερά μου τόσον ευμορφαίνω. Αυτά τα είπε χωρατά, διότι ήτο πολύ αστεία, αν και πολύ καθώς πρέπει όρνιθα.
Εγώ λοιπόν, εξηκολούθησε, άμα την είδα εγύρισα την σφραγίδα, την οποίαν μου είχε δώσει ο Αράπης, προς το εσωτερικόν του δακτύλου, η δε Εκάτη εκτύπησε με τον δρακόντιόν της πόδα το έδαφος και έκαμε χάσμα τεράστιον, και ως στόμα του ταρτάρου, έπειτα επήδησε εις αυτό και εξηφανίσθη.
Ο Κωστής το ανεζήτει τώρα εις το ζεμπίλι, αλλ' εις το ζεμπίλι δεν ήτο, ούτε επήδησε μοναχόν του οπίσω, αφού άπαξ το είχε βγάλει εκείθεν. Εψάξαμεν πολλήν ώραν με το κερί, τέλος το ηύραμεν σιγά εις την βοοειοδυτικήν γωνίαν του εκκλησιδίου, παρά τας ανθοδόχας, όπου ευωδίαζον εκεί βασιλικά και ρεσμαρή και δενδρολίβανα. Εφάγομεν το λιτόν δείπνον μας, επίομεν, εδευτερώσαμεν με την φλάσκαν.
Ενόμιζεν ότι επόνει η ιδία εκ της συσφίγξεως την οποίαν υφίστατο ούτος υπό τους ρωμαλέους βραχίονας του Ταχίρ. Τα λάμποντα ξίφη και τα χαρμπιά των παλαιόντων διεπέρων την καρδίαν της. Ότε τέλος είδε τον Ταχίρ Γιάτσην εξηπλωμένον και τον Ζάχον όρθιον άμα και λακτίζοντα αυτόν, ανέδωσε φωνήν θριάμβου, διάτορον. — Γεια σου, μωρέ γιε!. . Κ' επήδησε του γεωτοίχου, σπεύδουσα προς την Πύλην.
Μόνον να μη φαντασθής, ότι μπορείς να πέσης, γιατί τότε έμεινες και κρεμασμένος!» Με αυτά τα λόγια επήδησε πέρα η γάτα, επειδή δεν ήθελε να παρατηρήση ο Τούντυ, ότι η λύπη εζωγραφίζετο 'ς τα μάτια της!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν