United States or Somalia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτό λογιάζω πως να σου φαίνεται δύσκολον να το πιστεύσης, μα είναι εύκολον να σε κάμω να βεβαιωθής· κράξε τον Βελή, και υποχρέωσέ τον διά να φάγη και πίη έμπροσθέν σου από εκείνα τα φαγητά που έμειναν, και θέλεις ιδεί τι του θέλει συμβή.

Ήλθεν η ιδία διά να μου ανοίξη· μα αντίς να με δεχθή με χαράν και αγαλλίασιν, που έπρεπε να της προξενήση το γύρισμά μου, άρχισε να φωνάζη μεγάλως ευθύς που με είδε. Πώς λοιπόν τότε της είπα, η θεωρία μου σου προξενεί φόβον· οι οφθαλμοί σου δεν με γνωρίζουν; ημπορώ εγώ να εμεταβάλθηκα τόσον, που να μη με εγνώρισες; κράξε ευθύς τον αδελφόν μου διά να μιλήσω με αυτόν.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Το 'ξεύρω· ‘ς τον καιρόν σου σου ήρεζε να κυνηγάς τους ποντικούς την νύκτα· πλην τέτοια ξενυκτίσματα εγώ δεν σου τ’ αφίνω. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Α! ζήλεια, ζήλεια! Στάσου συ· τι έχεις εκεί μέσα; Α’ ΥΠΗΡΕΤΗΣ Τα στέλνουν εις τον μάγειρα· τι είναι δεν ηξεύρω. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Εμπρός, εμπρός. Εσύ εκεί, είναι στεγνά τα ξύλα; κράξε τον Πέτρον, τα στεγνά πού είναι να σου δείξη.

Γιατί θα διώξω τ' άγρια εγώ κοπάδια από κοντά του, 30 τις μυίγες, που τους άντρες τρων τους πολεμοσφαγμένους. Γιατί κι' αν κάθεται άθαφτος ολόκληρο 'να χρόνο, δε θεν' αλλάξει αφτός θωριά, ίσως και πιο ροδίσει. Μον κράξε εσύ σε συντυχιά των Αχαιών τ' ασκέρι, και με τ' Ατρέα αφού το γιο φιλιώσεις, τότε οπλίσου 35 για μάχη εφτύς και πόλεμο και δείξε την αντριά σου

Κυλήσου, ζύμη γήινη, το κέντρον σου να εύρης . ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Ρωμαίε μου! Εξάδελφε! Ρωμαίε! ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Έχει γνώσιν ο νέος, και θα έφυγε να 'πάγη να πλαγιάση. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟ Τον είδα· έτρεξ’ απ' εδώ κ' επήδησε τον τοίχον. Μερκούτιέ μου, κράξε τον. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Και να τον εξορκίσω·Ρωμαίε! παλαβέ, τρελλέ, ερωτοπληγωμένε!

ΓΛΟΣΤ. Ω! Ας μου ήτο δυνατόν να σας συμφιλιώσω! ΛΗΡ Τι μου φουσκώνει την καρδιάν; Κάτω, καρδιά μου, κάτω! ΓΕΛΩΤ. Κράξε της καρδιάς σου, παππού, καθώς έκραζε η μαγείρισσα, όταν έβαζε τα χέλια ζωντανά μέσα εις την πίττα. Εκτυπούσε τα κεφάλια των με τον κόπανο και έκραζε « Κάτω, σιχαμένα, κάτω!» Ο αδελφός της ήτον, οπού από αγάπην διά το άλογό του, εβουτύρωνε το άχυρον.

Τώρα εγώ πάβω το θυμό, μηδέ τεριάζει αιώνια πείσμα να μου βαστά η ψυχή, κι' έλακαιρό μη χάνειςκράξε, Αγαμέμνο, στ' άρματα τους Άκουρους Αργίτες, τι τους οχτρούς θα βγω ξανά να δοκιμάσω, αν θέλουν 70 να καλορίσουν ως εδώ. Μα το πλεβρό θα γύρουν χαρούμενοι σα να θαρρώ όσοι έχουν ίσως τύχη απ' το σπαθί μου αλάβωτοι να βρουν το δρόμο πίσω

Μον έλα τρέχα γλήγορα και φώναξε τον Αία, κράξε το Δομενιά, κι' εγώ στου Νέστορα θα τρέξω και θαν του πω να σηκωθεί, μήπως να σύρει θέλει 55 όξω ως στο τάγμα των φρουρών και διαταγές να δώκει. Τι αφτόν θ' ακούσουν πιο καλά· τι ο γιος του των φρουρώνε είναι αρχηγός κι' ο σύντροφος του Δομενιά ο Μηριόνης· τι αφτούς πιο πρώτα τάξαμε στις πόρτες να φυλάξουν

Ο Πάρης σκοτωμένος, κ' αιματωμένη και ζεστή ακόμ' η Ιουλιέτα, ενώ προ δύο ημερών ετάφηκ' εδώ κάτω! — Τρέξε στου πρίγκηπος εσύ, και συ στου Καπουλέτου, συ κράξε τους Μοντέκιδες. 'Σ τους τάφους ας σκαλίζουν οι άλλοι. Εδώ έγινεν όλος αυτός ο θρήνος, και έχομεν να μάθωμεν το διατί να γίνη. Β’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Τον ηύρα εις τα μνήματα· ο δούλος του Ρωμαίου. Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Φυλάγετέ τον.

Και η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη• «Πήγαινε, κράξε αυτόν εδώ, να τά 'πη όλα εμπρός μου. και ας παίζουν κείν', είτ' έμπροθεντην θύρα καθισμένοι 530 ή αυτού μέσατα δώματα, αφού καλόκαρδ' είναι. ότι έχουν όλ' ανέγγικτατο σπίτι τ' αγαθά τους, τον σίτον, το γλυκό κρασί• τρέφονται μόν' οι δούλοι• κ' εκείνοι εδώτο σπίτι μας ολοκαιρής συχνάζουν, και βώδια σφάζοντας, αρνιά κ' ερίφια σαρκωμένα, 535 συντρώγουν και το φλογερό κρασί μας καταπίνουν, χαμένα, και όλα φθείρουν τα• ότι άνδρας δεν υπάρχει, ως ο Οδυσσέας άλλοτε, το σπίτι αυτό να σώση. αλλ' αν εις την πατρίδα του γυρίσ' ο Οδυσσέας, με τον υιόν του εκδίκησι της αδικιάς θα πάρη». 540