United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


« Φλογίσθη το τουφέκι, » Και σχίσθηκετη μέση. » Τότε ορθός πετάζομαι, » Τη σπάθη μου γυμνόνω, » Και 'μπαίνω μέσατην Τουρκιά » Και σφάζω, και σκοτόνω, » Κι' Ομέρ Βριώνης γλύτωσε » Απ' το σπαθί να πέση.» « Άξαφνα μούρθε τουφεκιά, » Σα φλογερό χαλάζι » Τσακίσθηκε κ' η σπάθη μου » Και το δεξί μου χέρι, » Αδειάζω τα πιστόλια μου, » Και 'φώναξατο ασκέρι » Να με σκοτώσουνε.

Μια μαγική κλωστή έμοιαζε να συνδέει τις γυναίκες διεγείροντάς τες με τρόπο κόσμιο και φλογερό. Η σειρά των γυναικών άρχισε να διπλώνεται σχηματίζοντας αργά έναν κύκλο. Κάθε τόσο μια γυναίκα έμπαινε στο χορό∙ έλυνε τα χέρια από δυο διπλανές και τα ένωνε με τα δικά της και έτσι μεγάλωνε η κόκκινη και μαύρη γιρλάντα πίσω από την οποία κινιόταν το κρόσσι των σκιών.

Φύλλι παραποθητή, και Φύλλι ζηλεμένη, Αγάπη δυσκολόβρετη, με πάθια αποχτημένη. Φέρε καλά στη γνώμη σου, και τα παλιά θυμήσου. Πως με πεδεύει βάσανο, θελά το βρης ατήσου. Οχ την αρχή που ηθέλησε ο έρωτας να πάρη Να σημαδέψη απάνω μου το φλογερό δοξάρι, Και με σαγήτα κοφτερή, και καυτερή για σένα Τα φυλλοκάρδια μ' άνοιξε στ' αστήθι πληγομένα.

«Και τώρα χάρη εγώ χρωστώ στην Αφροδίτη πρώτα »κ' ύστερα χάρη δεύτερη χρωστώ σε σένα πάλι »που μ' έβγαλες απ' τη φωτιά του πόθου πριν με κάψη »κ' έστειλες και μ' εκάλεσες ναρθώ στο σπιτικό σου· »γιατί κι από το φλογερό ηφαίστειο της Λιπάρας »πιο καυτερά, πιο φλογερά ο έρως καίει και φλέγει». Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

Ακούστηκε σε λίγο από μέσα από το μαγαζάκι η ξενική φωνή του Άγγλου να διατάζη στο μάγειρα, και τα παιδιά του μαγαζιού όσα είταν όξω, έτρεξαν πρόθυμα κι αυτά στους νέους ξένους. Πέρασε κάμποση ώρα. Οι εργάτες των ανασκαφών προτού να καλοφάγουν ακόμα, πήραν τα ξινάρια τους και τα τσαπιά τους, και πνιγμένοι στον ιδρώτα, με τον φλογερό ήλιο κατακέφαλα, μπήκαν πάλι στη δουλειά.

Αυτά 'πε• και το φλογερό κρασί του 'δωσα πάλι• 360 και τρεις του εγέμισα φοραίς, τρεις τ' άδειασε ο χαμένος. και ως το κρασί κυρίευσε του Κύκλωπα ταις φρέναις, τότε τον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα• «Κύκλωπα, το ένδοξ' όνομα, 'που μ' ερωτάς, σου λέγω• και, ως υποσχέθηκες, εσύ θα με φιλοδωρήσης. 365 Ουδένας ονομάζομαι, εμέ λέγουν Ουδένα η μάννα και ο πατέρας μου και ο κάθε γνώριμός μου».

Ποιος νάνε τάχα ο νιος οπού θα σ' αποχτήση; Ποιος νάνε τάχα ο νιος που μ' ένα δαχτυλίδι, Μαντήλι μου ακριβό, κανίσκι θα σε πάρη; Ποιος νάνε τάχα ο νιος, που μ' ένα φίλημά του Γλυκό και φλογερό απ' το λευκό μου χέριτην κλίνη την αγνή θα μ' οδηγήση νύφην; Ποιος νάνε τάχα αυτός; Πέτε μου, εσείς δεντράκια Κ' εσείς καλά πουλιά. Μουρμούρισέ μου αγάλια Εσύ, ωραίε γιαλέ και γαλανέ ουρανέ μου!

Και μέσα στο στερνό εκείνο και φλογερό κοίταγμά τους, όλα τα γλυκά όνειρα κ' οι φλογερές και διαφορετικές επιθυμίες της περασμένης νύχτας, λυόνουν στα μάτια τους για μια στιγμή σε δάκρια πικρά, όσο που ο πράσινος τοίχος του μονοπατιού, χωρίζει αιώνια αυτόν που φεύγει για τον αηδιασμένο κόσμο του, κι αυτή που απομένει στην άχαρη εξοχή της.

Κείνον αφήκαντα φρικτά δεσμά του τεντωμένον, 200 και αρματωθήκαν, έκλεισαν την στιλβωμένην θύρα, κ' ήλθαντον πολυμήχανον ανδρείον Οδυσσέα. αυτού με στήθος φλογερό στέκονταν, 'ς το κατώφλι τέσσερες, καιτο μέγαρο πολλοί κ' εκείνοι άνδρείοι· η Αθήνη κόρη του Διόςτο πλάγι τους τότ' ήλθε, 205 εις το κορμί καιτην φωνή του Μέντορ' όλη ομοία. άμ' ο Οδυσσέας είδε την εχάρη και της είπε· «Μέντορα, να μη λησμονήςτην φοβερήν ανάγκη τον φίλον ευεργέτη σου και τον ομήλικόν σου».

Και η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη• «Πήγαινε, κράξε αυτόν εδώ, να τά 'πη όλα εμπρός μου. και ας παίζουν κείν', είτ' έμπροθεντην θύρα καθισμένοι 530 ή αυτού μέσατα δώματα, αφού καλόκαρδ' είναι. ότι έχουν όλ' ανέγγικτατο σπίτι τ' αγαθά τους, τον σίτον, το γλυκό κρασί• τρέφονται μόν' οι δούλοι• κ' εκείνοι εδώτο σπίτι μας ολοκαιρής συχνάζουν, και βώδια σφάζοντας, αρνιά κ' ερίφια σαρκωμένα, 535 συντρώγουν και το φλογερό κρασί μας καταπίνουν, χαμένα, και όλα φθείρουν τα• ότι άνδρας δεν υπάρχει, ως ο Οδυσσέας άλλοτε, το σπίτι αυτό να σώση. αλλ' αν εις την πατρίδα του γυρίσ' ο Οδυσσέας, με τον υιόν του εκδίκησι της αδικιάς θα πάρη». 540