Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Αλλ' ευθύς που εξημέρωσεν, είδαμεν τον άγριον Κύκλωπα τυφλόν, με άλλους δύο ομοίους του, που τον εκρατούσαν φέροντές τον προς το περιγιάλι, συντροφιασμένους από ένα πλήθος παρομοίων κυκλώπων αρσενικών και θηλυκών, καθώς εδιακρίνοντο από το σχήμα και από τα σημεία, οι οποίοι όλοι έτρεχον με μεγάλην ορμήν, άλλοι έμπροσθεν και άλλοι όπισθεν.
Αυτά 'πα, και ο σκληρόψυχος ποσώς δεν απαντούσε• αλλ' ετινάχθη και άπλωσε τα χέρια 'ς τους συντρόφους, άρπαξε δυο κ' έκρουσ' αυτούς 'ς την γην ωσάν σκυλάκια, κ' ερρέαν χάμου τα μυαλά κ' ενότιζαν το χώμα. 290 και αφού τους εκομμάτιασεν ετοίμαζε τον δείπνο. κ' έτρωγε• ως λειόντας ορεινός, χωρίς τα ουδέν ν' αφήση, εντόσθια, σάρκαις, κόκκαλα, κ' ερούφα τα μελούδια• κ' εμείς 'ς τον Δία κλαίοντας σηκόναμε τα χέρια, βλέποντας έργ' απάνθρωπα, και ο νους μας απορούσε. 295 και αφού γέμισ' ο Κύκλωπας την τρίσβαθη κοιλία, ανθρώπου κρέας τρώγοντας, πίνοντας γάλ' ακράτο, κείτονταν 'ς τ' άντρο τεντωτός 'ς την μέση των προβάτων. κ' είπε η γενναία μου ψυχή το ακονητό σπαθί μου να ξεγυμνώσω επάνω του, 'ς το στήθος να το εμπήξω 300 εκεί, 'που το διάφραγμα σκεπάζει το συκώτι. αλλ' ήλθεν άλλος στοχασμός και μου άλλαξε την γνώμη• ότι κ' εμείς θα ευρίσκαμε τον θάνατο μαζή του, ότι δεν θάμαστε αρκετοί απ' την υψηλή θύρα τον βράχο να κινήσουμε βαρύν, οπού 'χε βάλει. 305 και αυτού βαρυστενάζαμε πότε να φέξ' η ημέρα• και ως φάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, πάλιν εκείνος έκαμνε στιά και ταις καλαίς άρμεγε προβατίναις με τάξι, κ' έπειτ' έβαζε της καθεμιάς τ' αρνί της. και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα εργα του είχε κάμει, 310 άρπαξε πάλι δυο μαζή κ' ετοίμασε το γεύμα. χορτάτος έπειτ' έβγαλε τα πρόβατ' από τ' άντρο, αφού τον βράχον εύκολα εσήκωσε απ' την θύρα και τον ξανάβαλ' έπειτα, ως σκέπασμα εις φαρέτρα. και ωδήγα με σουριγματιαίς τα πρόβατα εις τα όρη 315 ο Κύκλωπας• κ' εγώ 'μένα και ολέθριαις είχα γνώμαις, να εκδικηθώ, κ' η Αθηνά την δόξα να μου δώση• και ιδού ποια συμφερώτερη τότε μου εφάνη γνώμη• 'ς την μάνδρα μέγα ρόπαλο του Κύκλωπα ήταν χάμου, χλωρόν, ελάινο, και είχε το κόψει να το φοράη 320 όταν φρυγή• και ως το είδαμε κατάρτι μας εφάνη αρμόδιο για εικοσίκουπο καράβι πισσωμένο, απ' τα πλατειά φορτωτικά, 'που σχίζουν τα πελάγη• 'ς το μάκρος τόσο εφαίνονταν και τόσον εις το πλάτος. το επήρα και όσο μιαν ορυιάν έκοψα εγώ του ξύλου, 325 και των συντρόφων το 'δωσα και να το ξύσουν είπα. κείνοι καλά το εγλύστρωσαν• και σουβλερό 'ς την άκρη το 'καμα εγώ και με σπουδή το επύρονα εις την φλόγα• τ' απόθωσ' έπειτ' εύμορφα και το 'κρυψα 'ς την κόπρο, 'που ήταν χυμένη αμέτρητη μες τ' άντρο απ' άκρ' εις άκρη. 330 κ' είπα λαχνόν οι σύντροφοι να ρίξουν, ποιος θα τύχη μ' εμέ να υψώση τον λοστό, μ' ανδρειά να τον εμπήξη, άμα γλυκαποκοιμηθή, 'ς του Κύκλωπα το μάτι. κ' έλαχαν κείνοι, 'που 'θελα, ως να 'σαν διαλεκτοί μου, τέσσαρες, κ' εμετρήθηκα πέμπτος εγώ μ' εκείνους. 335 κ' ήλθε με τα καλόμαλλα πρόβατ' αυτός το βράδι• τα σαρκωμένα πρόβατα έμπασε μέσα 'ς τ' άντρο όλα, και 'ς τον αυλόγυρο δεν άφησε κανένα• ή μόνος κάτι ενόησεν ή πρόσταγμ' ήταν θείο. κ' εσήκωσ' ευθύς κ' έβαλε τον βράχον εις την θύρα. 340 και άρμεγε αυτός καθήμενος τα πρόβατα, ταις γίδαις, με τάξιν, κ' έβαζ' έπειτα της καθεμιάς τ' αρνί της. και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα έργα του είχε κάμει, άρπαξε πάλι δυο μαζή κ' ετοίμασε τον δείπνο. και τότ' εγώ τον Κύκλωπα πλησίασα και του 'πα, 345 μ' ένα καυκί 'ς τα χέρια μου, μαύρο κρασί γεμάτο• «Κύκλωπα, λάβε, πιε κρασί, 'π' ανθρώπινο έχεις φάγει κρέας, να ιδής 'ς το πλοίο μου πιοτό 'που 'χα κρυμμένο• κ' εγώ σου το 'φερα σπονδήν, ίσως εμ' ελεήσης, και εις την πατρίδα στείλης με• ά! συ φρικτά μανίζεις. 350 άσπλαχνε, πώς άλλος θα 'λθή να σε σιμώση πλέον, απ' όπου υπάρχουν άνθρωποι, τόσ' άνομ' αφού πράζεις;»
Αλλ' ότε οπίσω αφήσαμε την νήσο των Σειρήνων, καπνό και κύμα είδα τρανό, και άκουσα μέγαν κτύπο• τρόμαξαν, και απ' τα χέρια τους έφυγαν τα κουπία, 'που εβρόντησαν 'ς την θάλασσα' και το καράβι εστάθη, τι πλειά δε τό' βιαζαν κουπιά και ανδρειωμένα χέρια. 205 κ' εγώ 'ς το πλοίο γύριζα και τους συντρόφους όλους από κοντά συμβούλευα με λόγια μελωμένα• «αγαπητοί μου, αμάθητοι δεν είμασθε από πάθη• το κακό τούτο, 'πώρχεται, χειρότερο δεν είναι απ' τ' άντρ', όπου του Κύκλωπα μας είχε κλείσ' η βία• 210 όμως κ' εκείθ' η αξία μου, ο νους και η φρονιμάδα, μας έσωσε, κ' έναν καιρό θα το ενθυμείσθ', ελπίζω. κ' ελάτε τώρα, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι• εσείς αυτού καθήμενοι με τα κουπιά κτυπάτε την αγριωμένην θάλασσαν, ίσως μας δώση ο Δίας 215 να φύγουμ' απ' τον όλεθρο, 'που εδώ μας παραστέκει. συ, κυβερνήτη, έχε τον νου 'ς αυτό, που σε προστάζω, επειδή συ 'σαι οπού κινείς του καραβιού το δοιάκι• έξω από τούτον τον καπνό και από το κύμα στρέφε το πλοίο, και όλο σίμονε 'ς τον βράχο, μη σου φύγη 220 μ' ορμή 'ς εκείνη την μεριά και εις συμφοραίς μας ρίξης».
Κύκλωψ: Σατυρικό δράμα, που ανάγεται στη γνωστή ομηρική περιπέτεια του Οδυσσέα, με τη μέθη και την τύφλωση του Κύκλωπα, που κάνει δυνατή τη σωτηρία του ήρωα και των συντρόφων του. Τα κωμικά επεισόδια κάνουν το έργο αυτό εξαιρετικά ενδιαφέρον για κάθε εποχή. Η μετάφραση έγινε από τον Γ. Τσοκόπουλο. Ορέστης: Το πιο πολύπλοκο και νεωτεριστικό δράμα ίσως, του Ευριπίδη.
Έγεινε δε μεγάλη ανεμοζάλη και σκότος εξ αιτίας των στίχων εκείνων και παρ' ολίγον να μας ανατρέψη το πλοίον και ο ποιητής έπαθε ναυτίαν και εξέρασε πολλάς ραψωδίας ομού με την Σκύλλαν και την Χάρυβδιν και τον Κύκλωπα. Από τόσα ξεράσματα δεν ήτο δύσκολον να διατηρώ ακόμη μερικά. Λοιπόν λέγε μου τώρα• Τις γαρ όδ' ποτέ πάχιστος ανήρ ηύς τε μέγας τε, έξοχος ανθρώπων κεφαλήν και ευρέας ώμους;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν