United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτα ευλόγησε τα στέφανα και υπέδειξεν εις τον σύντεκνον πώς θα τ' ανταλλάξη τα στέφανα. Είτα εκέρασε τους νεονύμφους το κοινόν ποτήριον, τέλος εχόρευσε μαζί τους τον χορόν του Ησαΐα, κ' έκαμεν απόλυσιν. Την στιγμήν που ο Φαναριώτης ήλλαζε τα στέφανα επάνω στα κεφάλια των νεονύμφων, τρεις μεγάλες κανονιές εβρόντησαν επάνω στο κατάστρωμα, εκ των πλευρών του πλοίου.

Κι' αν 'δής μες το φυσσάτο Να πηλαλάη τάλογο του Ομέρπασα Βριόνη, Πέτα, ροβόλα, κράξε με... Σύρε με την ευχή μουΆστραψε απ' άγρια χαρά το μέτωπο του κλέφτη, Εβρόντησαν τα χαϊμαλιά, ανέμισε η φλοκάτη, Έλαμψε ο Μήτρος μια στιγμή κ' εσβύστηκε σαν άστρο. Ο Διάκος τον συντρόφεψε για λίγο με το μάτι Κ' ύστερα πέφτει καταγής γονατιστός στην πέτρα. »Αδέρφια παλληκάρια μου!

Μετ' ολίγας ώρας ήλθε τηλεγραφικώς το γενικόν της επαρχίας αποτέλεσμα, και πολλοί τενεκέδες εβρόντησαν ως σύνηθες εις βάρος των αποτυχόντων Καψιμαΐδου, Αβαρίδου και Χαρτουλαρίου. Εξελέχθησαν δ' ευτυχώς βουλευταί της επαρχίας ο κ. Γεροντιάδης, διά ψήφων 1239, και ο κ. Αλκιάδης, διά ψήφων 1158, απέναντι 1644 ψηφοφορησάντων εις τους τέσσαρας δήμους. Και ούτω διπλούν επήλθε κέρδος.

Διότι κατέναντι του Ταχίρ Γιάτση, επί άλλου προχώματος, πνέων οργήν κ' εκδίκησιν, ίστατο ο Ζάχος εις τα νύχια, ως πετρίτης ανυπόμονος να πετάξη εις τα ύψη κ' εκείθεν να επέλθη ορμητικός κατά της λείας του. Ότε επήδησεν εκεί, τ' αργυρά του άρματα εβρόντησαν θορυβωδώς, ως να εκινήθη ολόκληρον χαλκείον υπό σεισμού.

Αλλ' ότε οπίσω αφήσαμε την νήσο των Σειρήνων, καπνό και κύμα είδα τρανό, και άκουσα μέγαν κτύπο• τρόμαξαν, και απ' τα χέρια τους έφυγαν τα κουπία, 'που εβρόντησαντην θάλασσα' και το καράβι εστάθη, τι πλειά δε τό' βιαζαν κουπιά και ανδρειωμένα χέρια. 205 κ' εγώτο πλοίο γύριζα και τους συντρόφους όλους από κοντά συμβούλευα με λόγια μελωμένα• «αγαπητοί μου, αμάθητοι δεν είμασθε από πάθη• το κακό τούτο, 'πώρχεται, χειρότερο δεν είναι απ' τ' άντρ', όπου του Κύκλωπα μας είχε κλείσ' η βία• 210 όμως κ' εκείθ' η αξία μου, ο νους και η φρονιμάδα, μας έσωσε, κ' έναν καιρό θα το ενθυμείσθ', ελπίζω. κ' ελάτε τώρα, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι• εσείς αυτού καθήμενοι με τα κουπιά κτυπάτε την αγριωμένην θάλασσαν, ίσως μας δώση ο Δίας 215 να φύγουμ' απ' τον όλεθρο, 'που εδώ μας παραστέκει. συ, κυβερνήτη, έχε τον νουαυτό, που σε προστάζω, επειδή συ 'σαι οπού κινείς του καραβιού το δοιάκι• έξω από τούτον τον καπνό και από το κύμα στρέφε το πλοίο, και όλο σίμονετον βράχο, μη σου φύγη 220 μ' ορμήεκείνη την μεριά και εις συμφοραίς μας ρίξης».