United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις μίαν γωνίαν ήναπτον πυράν, θέτοντες άνωθεν υψηλής πυροστιάς μεγάλον λέβητα, πλήρη νερού· άλλοι εκαθάριζον οξείας αρπάγας, άλλοι εκομβόδεναν σχοινιά κ' ένας βλοσσυρός και δασύτριχος χωρικός ηκόνιζε θορυβωδώς επί του μασακίου του χονδράν μάχαιραν.

Αλλ' όμως επετήρουν ζηλοτύπως τας υπόπτους κινήσεις της γάτας, ήτις αφού έστρεψε τα πράσινα μάτια της προς ένα ποντικόν τρέχοντα θορυβωδώς διά μέσου των δοκίδων της οροφής, εξεστράτευσε πάλιν προς τας πυραμίδας των πλακούντων, νομίζουσα ότι οι φύλακες είχαν αποκοιμηθή. Καθ' ην δε στιγμήν επεχείρει την έφοδον, πέντε ταυτόχρονα «ψιτ» την έτρεψαν εις φυγήν.

Αποτυχούσης της αποπείρας διαφθοράς, ηναγκάσθη ο άρπαξ να καταφύγη εις την χρήσιν σχοινιού, διά του οποίου παρέσυρε το ταλαίπωρον ζώον, οτέ μεν θορυβωδώς διαμαρτυρόμενον, οτέ δε κινδυνεύον διά της αντιστάσεως αυτού να πνιγή, Καθ' οδόν έτυχε να συναντήση νοσοκόμον, εις τον οποίον διηγήθη ότι αγοράσας παρά του κυρίου του τον σκΰλον, είχε δικαίωμα να τον συμπαραλάβη και άκοντα εις τα Χρούσα.

Ήκουσε μόνον θρουν σειομένων φύλλων, και ενόμισεν ότι τούτο επροξένει το βήμα του κυνός. Ο τοιχοβάτης εσκέφθη ότι, αν κατέβαινε, θα ήτο ίσως χειρότερον, και προσεπάθει να κολλήση επί του τοίχου, όπως μη τον ίδωσιν, αν ήσαν άνθρωποι. Αλλά την στιγμήν εκείνην ο κύων επλησίασεν, υλακτών θορυβωδώς, εις τον τοίχον. Ο άνθρωπος εκείνος εφοβήθη τότε πολύ.

Σκαλίζουσιν ανυπόμονοι τον φορυτόν διά των ονύχων των, εκλέγουσι τούτο, περιφρόνούσιν εκείνο, — διότι είχεν η μαγείρισσα την κακοήθειαν να ταμιεύση εντός του τενεκέ και πράγματα άξια της περιφρονήσεώς τωναναπνέουσι μόνον και πνευστιώσι θορυβωδώς, αλλ' ουδεμία διακόπτει υλακή την φοβεράν των σιαγόνων των λειτουργίαν. Εκτός μόνον αν συμπέσωσι δύο ή και τρεις πολλάκις επί το αυτό οστούν.

Αλλ' εκείνος, χωρίς ν' ατενίση καν προς το καφενείον, με το προβάτειον πρόσωπον και τους αποκρύφους οφθαλμούς του, φέρων την βαρείαν χλαίνα και βαστάζων το ελαφρόν δισάκκιον, εισήλθεν εις την πρώτην στενωπόν, ως άνθρωπος γνωρίζων το χωρίον. Ο γέρω-Σταυρής, θεωρήσας προσβεβλημένον και εαυτόν και τον καφέν του, εισέπνευσε θορυβωδώς και είπε: — Κάνας καλός!

Αυτά είνε, ω Φαίδρε, όσα εγώ είχα να ειπώ περί του θεού εν μέρει μεν παίζων, εν μέρει δε και σπουδάζων, καθ' όσον αι μικραί μου δυνάμεις το επιτρέπουν. Άμα ο Αγάθων ετελείωσεν, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος, όλοι εξέσπασαν θορυβωδώς εις επαίνους, λέγοντες ότι ο λεβέντης αυτός τα είπε πολύ καλά και αντάξια και εαυτού και του θεού.

Μόνον από καιρού εις καιρόν ησθάνετο κάτι κτυπούν το στήθος του προς αριστερά, ωσεί η καρδία ήθελε ν' ανοίξη και να φύγη εκείθεν. . . Ούτω περί το γλυκοχάραγμα είχε φθάσει εις τους πρόποδας ενός λόφου και επερικυκλώθη αίφνης υπό ποιμενικών σκύλων, υλακτούντων θορυβωδώς. Τότε συνήλθεν εις εαυτόν κ' εστάθη περισκοπών το μέρος πέριξ. — Μωρέ, πού 'βρέθηκα!. . εσκέφθη απορών.

Εν τω μεταξύ εγώ ανεχώρησα εκ της πρωτευούσης δι' υποθέσεις μου και επέστρεψα μετά τεσσάρας μήνας. Ήσαν παραμοναί βουλευτικών εκλογών και ο κόσμος ήτο εις κίνησιν. Ενθυμούμαι, έν απόγευμα Κυριακής, πυκνοί όμιλοι πολιτών συνηθροίζοντο εις τας πλατείας συζητούντες θορυβωδώς.

Πέντε ή έξ παιδία, με στοιχειώδη ιματισμόν και ανυπόδητα, όρθια ή καθήμενα γύρω, και μία μαύρη γάτα παρετήρουν λαιμάργως τους ροδοκοκκίνους πλακούντας, οίτινες εσχημάτιζον πυραμίδας εις πινάκια μεγάλα. Και ενώ ανέστρεφε τους πλακούντας εις το τηγάνι και έρριπτε νέους εις το θορυβωδώς αναβράζον έλαιον, η Πηγιώ επετήρει και την γάταν και εκ διαλειμμάτων την απεμάκρυνε με την πυράγραν.