Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Ο Σταυρής ο καφεπώλης μαθών τα καθέκαστα παρά του καπετάν-Παρμάκη, προ μιας ημέρας επανελθόντος εκ Σκοπέλου, αναγνωρίσας τον κυρ-Δημάκην, αναφωνεί με την σκωπτικήν φωνήν του κ' εισπνέων θορυβωδώς τον αέρα: — Καλώς ώρισες, κυρ-Δημάκη! Καλά ήτανε τ' ακρογιαλά; Ο φοβερός δεκατιστής, χωρίς ν' απαντήση ετάχυνε το βήμα του, συντετριμμένος, οικτρός.
Κατά δε την πορείαν Του προς τα βόρεια μέρη συνέβη έν επεισόδιον το οποίον ευλόγως δύναται να θεωρηθή ως το μεσουράνημα του επιγείου διακονήματός Του. Ήτο μόνος. Το πλήθος, το οποίον συνέρρεε τόσον θορυβωδώς πλησίον Του εις πλέον συχναζόμενα μέρη, εδώ ηκολούθει εξ αποστάσεως. Μόνον οι μαθηταί Του ήσαν πλησίον Αυτού καθώς ίστατο κατά μέρος εις προσευχήν εν μονώσει.
Αι φωναί αύται καταδιώκουσι θορυβωδώς τον Ιωάννην, οικειότεροι δέ τινες των παρισταμένων τρέχουσι και κατόπιν του μέχρι της θύρας. Αλλ' εκείνος εξήλθεν ήδη εις την οδόν, επήδησεν εντός της προστυχούσης αμάξης, κ' εφώνησεν εις τον αμαξηλάτην· — 'Σ το σπίτι! γρήγορα! Αλλά μόλις εκίνησεν η άμαξα και ο Περδίκης έγεινεν ηρεμώτερος.
Ώρες-ώρες ο κόσμος φωνάζει θορυβωδώς εναντίον κάποιου μάγου καλλιτέχνη ποιητή, γιατί, για να μεταχειρισθούμε τη δική του παλιά κι ανόητη φράση, «δεν λέει τίποτε». Όμως, αν είχε τίποτε να πη, θα τόλεγε, και το αποτέλεσμα θα ήταν οχληρό. Ακριβώς γιατί δεν φέρνει καινούργιο μήνυμα, μπορεί και πλάθει όμορφο έργο.
— Ναι, το καρυοφύλλι μου· είπεν εγωιστικώς ο γέρων. Ο ενωμοτάρχης εγέλασε θορυβωδώς διά το νέον άκουσμα και οι χωρικοί τον εμιμήθησαν ασυνειδήτως. Οι χωρικοί παρηκολούθουν απ' αρχής την φιλονεικίαν αυτήν του γέροντος και του ενωμοτάρχου.
Η Μαλάμω δεν συνηκολούθει εις τον ναόν. Έμενεν εκεί, τηρούσα, την αγαλματώδη στάσιν της προ της θύρας και ατενίζουσα μακράν, ως να διέκρινεν ακόμη μέσα εις το σκότος τον υιόν της. Αίφνης όμως συνέσπασε τας οφρύς κ' εν σπουδή εισήλθεν εις τον οικίσκον κ' έκλεισε θορυβωδώς την θύραν όπισθέν της.
Έξωθεν της θύρας των ηκούετο ωσάν μούγκρισμα· — Μπ! μου! βου! μου! μπου! μου! Ο Φάλκος ανετινάχθη. Η Μαχώ εξαφνίσθη εις τον ελαφρόν ύπνον της. — Παναγία μου! τι είναι; Εις την επιφώνησιν της Μαχώς, απήντησε καγχασμός, όστις όμως ουδόλως καθησύχασε την γυναίκα. Πολλά φαντάσματα της νυκτός, καθώς και οι νεράιδες την ημέραν, είχον ακουσθή κατά καιρούς υπό πολλών να γελούν θορυβωδώς.
Ο γέρω-Σταυρής, ανοίγων πρωί-πρωί το καφενείον του, κάτω εκεί εις την σκάλαν, διά κάθε ενδεχόμενον, ίστατο επί της θύρας, εισπνέων θορυβωδώς, ως άνθρωπος αιωνίως κρυωμένος, θέλων να περιποιηθή τον ξένον.
Δεν θα μείνω ούτε εδώ, ούτε εις του Βινικίου· ποτέ! Η Ακτή εξεπλάγη από την αντίστασιν ταύτην. — Ώστε, ηρώτησε, τον αποστρέφεσαι τόσον, τον μισείς; Αλλ' η Λίγεια δεν ηδυνήθη ν' απαντήση καταληφθείσα και πάλιν υπό λυγμών. Η Ακτή την είλκυσε προς το στήθος της και προσεπάθησε να την καταπραΰνη. Ο Ούρσος ανέπνεε θορυβωδώς και έσφιγγε τας πυγμάς.
Η δε Γερακούλα διηγήθη τότε προς όλους το αστείον συμβάν του δειλού χωροφύλακος. «Χωροφύλακας, δασοφύλακας, να, ένας ξένος, δεν ξέρω» έλεγε. Αι δε νεάνιδες ανεκάγχασαν θορυβωδώς, ιδούσαι ότι το παρώνυμον, όπερ εμπαικτικώς απέδιδον εις αυτάς εν τη κώμη, εγένετο αφορμή να καταπλαγή ο ξένος. — Είπα να φωνάξω, εξηκολούθησεν η μήτηρ, αλλά φοβήθηκα, να σας πω. Ήτον ξένος. Πρώτη φορά τον είδα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν