United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήκουσεν η Γερακούλα ότι οι λησταί παρουσιάσθησαν ως χωροφύλακες και ότι εντός δισακκίου εφορτώθη ο είς τούτων τον θησαυρόν, και ανεμνήσθη πάραυτα του δειλού εκείνου χωροφύλακος, ον πρώτην φοράν έβλεπον εις την νήσον.

Όλα αυτά ήσαν μασονική δοκιμασία, εις την οποίαν υποβάλλεται πας νεοσύλλεκτος διά να γνωσθή αν είνε γενναίος· ο δε τρόπος με τον όποιον αντέταξα την κεφαλήν και τους γρόνθους μου εις το ξίφος του ανταγωνιστού μου δεν εθεωρήθη ως ίδιος δειλού.

Τόση ήτο του δειλού ληστού η βία και η προς φυγήν μανία, ώστε η Γερακούλα δις και τρις περιέβλεψε, μη τωόντι από του ρεύματος ενεφανίσθησαν τα πονηρά της ερημίας πνεύματα. Και τότε είδε δύο των θυγατέρων ν' αναβαίνωσι προς αναζήτησίν της. — Σωπάτε! ψιθυρίζει η μήτηρ, ιδούσα αυτάς θορυβούσας. — Τι είνε; Ερωτά η Ελένη.

Όσον όμως διά το σχήμα του δειλού και του ανδρείου ή την μελωδίαν είναι ορθόν να τα ονομάζωμεν των μεν ανδρείων καλά, των δε δειλών άσχημα.

Επομένως είναι κάπως απελπιστικός ο δειλός, διότι όλα τα φοβείται. Ενώ ο ανδρείος κάμνει το αντίθετον. Διότι το θάρρος προδίδει άνθρωπον εύελπιν. Επομένως εις τα ίδια περιστρέφεται η ιδιότης και του δειλού και του θρασέος και ανδρείου, έκαστος όμως έχει διάφορον διάθεσιν προς αυτά. Διότι οι μεν δύο πρώτοι είναι υπερβολικοί ή ελλιπείς, αυτός όμως είναι μέσος και καθώς πρέπει.

Και ήρχισε πάραυτα η Γερακούλα να διηγήται πώς συνηντήθη μετά του δειλού εκείνου χωροφύλακος εις Κεχριάν και πώς ενίσχυσε τον φόβον του, χωρίς να γνωρίζη ότι ήτο ληστής, και περιπλέον αγνοούσα ότι έφερε μεθ' εαυτού ληστεύσας τον θησαυρόν του Μοναστηρίου, «ως να την είχε φωτίση η Μεγαλόχαρη, που δεν ήθελε να χαθώσιν έτσι οι κόποι της».

Και είναι αργός και αναβλητικός εις όλα εκτός μόνον όπου είναι μεγάλη τιμή ή μέγα έργον, και ολίγοι μόνον ημπορούν να το εκτελέσουν αλλά μεγάλοι και φημισμένοι. Κατ' ανάγκην δε είναι και φανερόμισος και φανερόφιλος. Διότι η μυστικότης είναι ιδιότης του δειλού. Και ενδιαφέρεται περισσότερον διά την αλήθειαν παρά διά να δοξασθή. Και ομιλεί και εκτελεί φανερά.

Ηξεύρω καλά ότι δεν είμεθα όμοιοι ουδέ δυνάμεθα να είμεθα· αλλά διισχυρίζομαι ότι όποιος πιστεύει ότι έχει ανάγκην να μείνη μακράν του λεγομένου όχλου διά να διατηρήση την υπόληψίν του, είναι όχι ολιγώτερον ψεκτός του δειλού που κρύβεται από τον εχθρόν του, διότι φοβείται μήπως καταβληθή.

Η δε Γερακούλα διηγήθη τότε προς όλους το αστείον συμβάν του δειλού χωροφύλακος. «Χωροφύλακας, δασοφύλακας, να, ένας ξένος, δεν ξέρω» έλεγε. Αι δε νεάνιδες ανεκάγχασαν θορυβωδώς, ιδούσαι ότι το παρώνυμον, όπερ εμπαικτικώς απέδιδον εις αυτάς εν τη κώμη, εγένετο αφορμή να καταπλαγή ο ξένος. — Είπα να φωνάξω, εξηκολούθησεν η μήτηρ, αλλά φοβήθηκα, να σας πω. Ήτον ξένος. Πρώτη φορά τον είδα.

Αφού εβούτηξε δύο παξιμάδια εις τον καφέ του, επλύθη, εκτενίσθη, ανώρθωσεν ως άγκιστρα τους μύστακάς του, επέρασε το γαρούφαλον εις την κομβιοδόχην του κολοβίου του και στρεφόμενος έπειτα προς τον αποσπασματάρχην είπεν εις αυτόν μετά θαυμαστής αταραξίας: «Είμαι έτοιμος, κύριε λοχία». Πάντες οι παριστάμενοι ηπόρουν διά την αιφνιδίαν μεταμόρφωσιν του δειλού κάπωνος εις ανδρικόν πετεινόν, και πάντες συνέχαιρον διά την έξοχον κατηχητικήν ικανότητα τον θείον μου Βαρνάβαν, όστις έδέχετο μετά της προσηκούσης εις το σχήμα του μετριοφροσύνης τα συγχαρητήρια.